Αν θα αμφέβαλλε κανείς ότι καθημερινά κυκλοφορούμε όλοι μας μέσα στην πόλη μ’ ένα άλλο πρόσωπο σε σχέση με το πραγματικό μας, δεν θα είχε παρά να προσέξει την έκφραση των επαιτών τη στιγμή που συμβαίνει να εγκαταλείπουν το πόστο τους. Ενώ, δηλαδή, έχουν κάνει κάτι που ενδεχομένως δεν θα φιγουράριζε μέσα στα σχέδιά τους όταν η ζωή διαγραφόταν ακόμη μπροστά τους άσπιλη, παρθένα. Μη μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι αν τους ρωτούσε κανείς, θα του απαντούσαν πως πρόκειται για κάτι που το έχουν συνηθίσει και δεν τους κάνει εντύπωση. Η απόσταση που έχει χρειαστεί να διανύσουν για να εξοικειωθούν με μια συμπεριφορά που, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι συνηθισμένη, δεν αποκλείεται να τους προκαλεί, όταν την αναλογίζονται, τόσο τρόμο όσο και στον άνθρωπο που μια αντίστοιχη προοπτική θα τον παρέλυε.

Πρόκειται για μια παράμετρο που την αγνοούμε όταν κρίνουμε άτομα περιθωριακά ή αποσυνάγωγα (πόρνες, τοξικομανείς, ομοφυλόφιλους, τραβεστί), που αν συμβεί και έρθουμε σε επαφή με τα στέκια τους, θεωρούμε τη σχετική επιλογή τους σαν να τους εξέφραζε με την ίδια απάθεια, που σήμερα τους διακρίνει, ενώ σπρώχνονταν προς αυτήν. Γιατί όμως θεωρούμε όλοι μας ως κάτι φυσικό έναν επιχειρηματία ή έναν πολιτικό να ξεσφίγγει τη γραβάτα του, ομολογώντας πως δεν του ταιριάζει ή τον πνίγει η δουλειά που κάνει, ενώ αν το ίδιο ακριβώς μας εκμυστηρευόταν ένα άτομο του περιθωρίου, στην καλύτερη περίπτωση να λέγαμε όλοι μας «τα ήθελε όμως και σένα ο κώλος σου». Τι είναι αυτό που μας εμποδίζει να καταλάβουμε πως συχνά είναι οι ίδιοι ακριβώς λόγοι που οδηγούν άλλοτε σε επιλογές και συμπεριφορές νόμιμες και κανονικές και άλλοτε σε ακραίες και παράνομες, και όσο υπόλογος μπορεί να λογαριάζεται ένας άνθρωπος για μια σπουδαία κατάκτηση, άλλο τόσο υπεύθυνος να μπορεί να θεωρηθεί ένας δεύτερος για μια αβυθομέτρητη πτώση.

Οσο διαφορετικοί και αν μοιάζουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας, κατά βάθος είμαστε όλοι ίδιοι. Διαφορετικά, δεν θα υπήρχαν λέξεις-κλειδιά με τα οποία, χωρίς να διευκρινίζουμε κάθε φορά τι εννοούν, η επικοινωνία ανάμεσά μας γίνεται στην εντέλεια. Είναι αυτό άλλωστε που μας κάνει στην καθημερινή επαφή να θεωρούμε ως κάτι απολύτως φυσικό ο καθένας να υποκρίνεται, έστω κι αν θεωρητικά γινόμαστε έξαλλοι με το ψέμα. Αφού η ζωή είναι αδύνατο να υπάρξει χωρίς κάποιους συμβατικούς κανόνες, το ψέμα αθωώνεται γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πλήρης αποδοχή της σύμβασης. Ψέμα όχι μόνο σε σχέση με τους άλλους αλλά κυρίως με τον ίδιο μας τον εαυτό.

Αν συνειδητοποιούσαμε όλοι μας τι ακριβώς είναι αυτό που κάνουμε –σε όλα τα επίπεδα της ζωής -, δεν αποκλείεται να τρελαινόμασταν. Γι’ αυτό και οι επαίτες, όταν φεύγουν από το πόστο τους, η έκφρασή τους, το βλέμμα τους δείχνουν πως ένας άλλος καθόταν στη θέση τους, έστω κι αν οι ίδιοι είχαν παραμείνει καθηλωμένοι σ’ αυτήν για έξι ή οκτώ ώρες.