Ολοι, κάποια στιγμή, έχουμε ξεφαντώσει τραγουδώντας «Οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές οι χάντρες». Πολλοί έχουμε πειράξει κάποιον φίλο ή έχουμε γελάσει με τη φράση «Εχασες κιλά; Ψάξε να τα βρεις, κάπου πάνω σου θα είναι». Και πάρα πολλοί έχουμε αναπαραγάγει την μπουφόνικη ατάκα του Διονύση Παπαγιαννόπουλου όταν, στην ταινία «Δεσποινίς διευθυντής», μπουκάροντας στο δωμάτιο και βλέποντας αγκαλιασμένους την «κόρη» του Τζένη Καρέζη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη, αναφωνεί εκείνο το περίφημο «Εσείς γιατί πιανόσαστε;». Τι κοινό έχουν αυτά τα τρία «χαμόγελα» της καθημερινότητάς μας; Τον φυσικό τους αυτουργό Κώστα Πρετεντέρη. Το πρώτο είναι το τραγούδι που έγραψε για την –επίσης με δική του υπογραφή –εκπομπή «Τα καθημερινά του καθημερινού» (σε μουσική Μίμη Πλέσσα). Ενα είδος ραδιοφωνικού χρονογραφήματος που εκφωνούσε ο Δημήτρης Χορν στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο κορυφαίος ηθοποιός τραγούδησε τις «Χάντρες» που καθιερώθηκαν διαχρονικά ως μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ελληνικής δισκογραφίας. Το δεύτερο ήταν ένα αστείο έμπνευσης Πρετεντέρη που ο ίδιος έλεγε στις παρέες του. Οσο για το τρίτο, όρεξη να έχεις να μαζεύεις ατάκες από αυτήν την εξαιρετική κομεντί σε δικό του σενάριο.

Συμπληρώνονται παρά ένα σαράντα χρόνια από το 1978 που έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Πρετεντέρης. Κι όμως, έτσι όπως το χιούμορ του έχει επηρεάσει και διαμορφώσει (κυρίως μέσα από τις ταινίες, τα θεατρικά έργα και τις τηλεοπτικές του σειρές) τον καθημερινό μας λόγο, είναι σαν να μας κλείνει το μάτι πολλές φορές μέσα στην ημέρα. Για παράδειγμα, πριν από λίγο καιρό προβλήθηκε, για πολλοστή φορά από την τηλεόραση, το «Ενας ιππότης για τη Βασούλα». Από τα πρώτα κιόλας λεπτά κατέκλυσαν τα σόσιαλ μίντια σχόλια για το ευφυές, κομψό χιούμορ των διαλόγων και εκείνο το σπαρταριστό «Δον Εσπαρταφιλάρδο». Ετσι λοιπόν η έκδοση από την Εστία του δεύτερου τόμου με τα θεατρικά «Το καρέ του έρωτα», «Μιας πεντάρας νιάτα» και «Δεσποινίς διευθυντής» (το δεύτερο και το τρίτο τα έχει γράψει μαζί με τον Ασημάκη Γιαλαμά) δεν μοιάζει με αρχειακή έκδοση, αλλά πρόκειται για μια –αναγκαία –υπενθύμιση της φωτεινής πλευράς του χιούμορ. Γιατί αναγκαία; Γιατί στην εποχή της τηλεοπτικής και διαδικτυακής ανθρωποφαγίας χρειάζεται να επαναπροσδιορίζουμε, όσο πιο συχνά μπορούμε, τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο αστείο και τη «χοντράδα», το χιουμοριστικό σχόλιο και το κράξιμο. (Να θυμίσουμε ότι πριν από είκοσι περίπου χρόνια είχε κυκλοφορήσει ο πρώτος τόμος με τα έργα «Ο κουνενές», «Η κόμισσα της φάμπρικας» και «Ενας ιππότης για τη Βασούλα»).

Ο Γιάννης Βογιατζής θυμάται

«Το χιούμορ του Πρετεντέρη είχε τρυφερότητα, αγάπη και καθόλου βαρβαρότητα» λέει σήμερα ο ηθοποιός Γιάννης Βογιατζής, φίλος και συνεργάτης του. Σε αυτόν οφείλει άλλωστε και μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, τον (ραδιοφωνικό και αργότερα κινηματογραφικό) χαζούλη Μικέ. «Θυμάμαι, έπαιζα στο θέατρο Μουσούρη, όταν ήρθε να μου προτείνει αυτό τον ρόλο τον οποίο θα ενέτασσε στο «Ημερολόγιο ενός θυρωρού». Τα έχασα, το θεώρησα μεγάλη μου τιμή, όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα από τη χαρά μου. Επρόκειτο για μια μεγάλη ραδιοφωνική επιτυχία και εκείνη την εποχή εμείς οι ηθοποιοί, για να προβάλουμε τη δουλειά μας, εκτός από τις ταινίες, είχαμε μόνο τις έντεκα σκηνές που υπήρχαν όλες κι όλες στην Αθήνα και το κρατικό ραδιόφωνο». Μάλιστα, την ατάκα – σλόγκαν «Σας χαιρέτησα; Δεν σας χαιρέτησα. Χαίρετε, τι κάνετε; Καλά, ευχαριστώ» την πρότεινε ο ίδιος ο Βογιατζής στον Πρετεντέρη. Την έλεγε παιδί όταν είχε αγωνία ότι δεν ήταν αρκετά ευγενής με τους καλεσμένους των γονιών του. «Ο Μικές», συνεχίζει, «είναι ένα πρόσωπο αφελές, αυθόρμητο, με παιδική διάθεση. Φαίνεται βλάκας, αλλά κατά βάθος είναι σοφός. Απλά λέει στα μούτρα του άλλου αυτό που σκέφτεται». Κάτι που θα θέλαμε να κάνουμε οι περισσότεροι, αλλά δεν μας το επιτρέπουν οι συμβάσεις.

Με τις παντός είδους συμβάσεις ή, μάλλον, με τις ανατροπές τους και το πώς αυτές εξελίχθηκαν στις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970 ασχολείται ο Κώστας Πρετεντέρης στα έργα του. Με ένα χιούμορ τρυφερό, που ακόμη και όταν –για τη δραματουργική ανάγκη –εκφέρεται αγοραία, δεν χάνει την αστική του ευγένεια. Τολμά να συστήσει στο συντηρητικό, τότε, κοινό χαρακτήρες και καταστάσεις ταμπού για την ελληνική κοινωνία. Τη νεαρή γυναίκα που βρίσκεται στην κορυφή ενός ανδροκρατούμενου επαγγελματικού χώρου στο «Δεσποινίς διευθυντής», τα ζευγάρια που αλλάζουν παρτενέρ στο «Καρέ του έρωτα», τον λευκό γάμο στο «Τζένη Τζένη» και το «Ενας ιππότης για τη Βασούλα». Αλλά κυρίως τολμά να αναφερθεί σε θέματα που εκείνη την εποχή η επίσημη καλλιτεχνική παραγωγή κρύβει επιμελώς κάτω από το χαλί. Τις παρεξηγήσεις, για παράδειγμα, που προκαλεί η συνωνυμία τριών πρώτων εξαδέλφων, εκ των οποίων ο ένας είναι αστυνομικός, ο άλλος μικρολωποδύτης και ο τρίτος αρχισυνδικαλιστής στην «Κόμισσα της φάμπρικας». Ή να βάλει στο «Δεσποινίς διευθυντής» έναν υπάλληλο φανατικό μαρξιστή που ερμήνευσε ο Γιάννης Βογιατζής. «Εχω παίξει τόσους πρωταγωνιστικούς ρόλους στην καριέρα μου», λέει σήμερα ο ίδιος, «αλλά αυτό τον ρόλο τον ξεχώρισα και τον αγάπησα. Είχε ένα ιδιαίτερο βάθος η ερμηνεία του».

Περνώντας αναπόφευκτα από το μυαλό μου, καθώς γράφω αυτό το κείμενο, οι ήρωες, οι φάρσες, οι παρεξηγήσεις, οι διάλογοι, οι ατάκες των θεατρικών, των κινηματογραφικών και των τηλεοπτικών έργων του Πρετεντέρη, όλα αυτά με τα οποία μεγαλώσαμε, γελάσαμε, διασκεδάσαμε, το συμπέρασμα βγαίνει από μόνο του. Πρόκειται για έναν συγγραφέα που αγαπάει υπερβολικά τους ήρωές του. Ολους ανεξαιρέτως. Και τους καλούς, και τους χαζούς, και τους μπαγαπόντες, και τους ικανούς, και τους άξεστους, και τους πονηρούς, και τους αγαθούς, και τους ευπρεπείς, και τους απατεώνες, και τους πλούσιους, και τους φτωχούς, και τους πολύπλοκους, και τους απλούς. Και τους αγγέλους, και τους δαίμονες.

Μια ζωή θέαμα

Ο Κώστας Πρετεντέρης γεννήθηκε το 1926 στην Αθήνα όπου και τέλειωσε το Πειραματικό Σχολείο. Από τα εφηβικά του χρόνια είχε αρχίσει να γράφει αλλά το 1953 έκανε την πρώτη, επίσημη εμφάνισή του ως επιθεωρησιογράφος στην παράσταση «Και ο μήνας έχει εννιά» που ανέβηκε στο «Περοκέ» από τον θίασο Αρνίδη. Μέσα στα επόμενα εννιά χρόνια συμμετείχε σε άλλες δεκαπέντε επιθεωρήσεις –μην ξεχνάνε ότι εκείνη ήταν η χρυσή εποχή του συγκεκριμένου είδους, τότε που ανέδειξε τους μεγάλους πρωταγωνιστές του. Το 1962 ο θίασος της κυρίας Κατερίνας ανεβάζει στο «Ακροπόλ» το πρώτο του θεατρικό έργο, το «Τα παιδιά μας οι Κέρβεροι». Ακολουθούν, μέχρι το 1978, άλλα σαράντα. Κυρίως κωμωδίες αλλά και επιθεωρήσεις. Υπήρχαν σεζόν που παίζονταν συγχρόνως τρία και τέσσερα καινούργια έργα του.

Εμείς σήμερα τον γνωρίζουμε κυρίως από τις ταινίες του, τα σενάρια κάποιων από τις οποίες βασίστηκαν σε θεατρικά του. Οι πιο γνωστές, αυτές που μέχρι και σήμερα, λόγω των επαναπροβολών αποτελούν σημείο αναφοράς ακόμη και για 16χρονα είναι το «Χαρούμενο ξεκίνημα» (1954), «Δεσποινίς διευθυντής» (1964), «Τζένη, Τζένη» (1966), «Μιας πεντάρας νιάτα» (1967), «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1967), «Η κόμισα της φάμπρικας» (1969), «Τι 30… τι 40… τι 50…» (1972), «Ενας τρελός τρελός αεροπειρατής» (1973).

Είναι προφανές ότι τα νέα μέσα προκαλούσαν τη δημιουργικότητά του. Τη δεκαετία του 1950 ήταν το ραδιόφωνο στο οποίο αναφέρεται με ένα πολύ πρωτοποριακό για εκείνη την εποχή τρόπο στην πρώτη του ταινία, το «Χαρούμενο ξεκίνημα». Συνεργάστηκε με το Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας κάνοντας διασκευές για το περίφημο «Θέατρο στο Ραδιόφωνο» (για παράδειγμα, το «Νυφικό κρεβάτι» με την Ελλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν) αλλά και γράφοντας δύο εξαιρετικά πετυχημένες σειρές, τα «Καθημερινά του καθημερινού» με τον Χορν και το «Ημερολόγιο ενός θυρωρού» με τον Παντελή Ζερβό.

Αλλά και οι πρώτες επιτυχίες της ασπρόμαυρης τηλεόρασης είχαν τηνυπογραφή του Κώστα Πρετεντέρη. Ο «Κύριος συνήγορος» με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο, η «Κοκορόμυαλη» με την Κατερίνα Γιουλάκη, ο «Ονειροπαρμένος» με τον Κώστα Βουτσά, το «Εκείνες κι εγώ» με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα (και το ριμέικ του με τον Γιάννη Μπέζο στη δεκαετία του 1990) και βέβαια η περίφημη «Γειτονιά» διαμόρφωσαν την πρώτη γενιά τηλεθεατών και δημιούργησαν τους πρώτους ήρωες της τηλεοπτικής μυθολογίας. Εχουμε όλοι τραγουδήσει στίχους του αφού, εκτός από τις «Χάντρες», άλλες μεγάλες επιτυχίες του είναι το «Μάμπο Μπραζιλέιρο», «Η πρώτη μας νύχτα», «Ποιος το ξέρει», «Χαρά μου» και άλλα. Συνεργάστηκε ως δημοσιογράφος με εφημερίδες ανάμεσα στις οποίες την «Μεσημβρινή» όπου, από την ίδρυσή της έως το 1967, έγραφε τη στήλη «Φασουλής και Περικλέτος» και με την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».

Όλα αυτά μέσα σε λιγότερα από τριάντα χρόνια αφού έφυγε από τη ζωή μόλις 52 ετών.

Info

Το βιβλίο «Θεατρικά Β’» παρουσιάζεται την Τρίτη στις 20.00 στο Μικρό Παλλάς (Αμερικής 2). Μιλούν οι Κώστας Γεωργουσόπουλος, Γιάννης Μπέζος, Σταμάτης Φασουλής, Γιάννης Πρετεντέρης. Πληροφορίες στο τηλ. 211-1000.365.