Στη γαλλική πνευματική ζωή κατείχε μια ιδιότητα μάλλον αταξινόμητη. Εναντιωνόταν στους κάθε λογής ολοκληρωτισμούς, χωρίς πάντως να ενταχθεί στους «νέους φιλοσόφους» της ύστερης δεκαετίας του 1970 όπως ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, ο Αντρέ Γκλικσμάν ή ο Αλέν Φινκιελκρότ. Οχι ότι επαναπαύτηκε στην ακαδημαϊκή του ειδίκευση. Ηταν εξάλλου επηρεασμένος από δύο αρκετά διαφορετικούς πολιτισμούς, τον βουλγαρικό και τον γαλλικό. Χώρια η επαφή του με τα ήθη δύο μακρινών ηπείρων: η πρώην σύζυγός του, η συγγραφέας Νάνσι Χιούστον, έχει καταγωγή από τον Καναδά.

Ούτε οι ιδέες και οι μελέτες του, εκτεινόμενες από τη γλωσσολογία και τη θεωρία της λογοτεχνίας μέχρι την ανθρωπολογία, τη σημειολογία, την πολιτισμική κριτική και την ιστορία, ήταν στεγανοποιημένες: από τον πρώιμο δομισμό και τις φορμαλιστικές μεθόδους ανάλυσης, ο Τσβετάν Τοντορόφ, που πέθανε χθες σε ηλικία 77 ετών, πέρασε στη διαπίστωση ότι η λογοτεχνική κριτική σαν να το παράκανε κάποια στιγμή με την έμφαση στις αφηγηματικές τεχνικές, στους γλωσσικούς τρόπους ή στη λεκτική πρώτη ύλη. Κι όλα αυτά, εις βάρος του νοήματος.

ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. «Η λογοτεχνία έχει να κάνει με την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι ένας λόγος –και τόσο το χειρότερο για αυτούς που φοβούνται τα μεγάλα λόγια –προσανατολισμένος προς την αλήθεια και στην ηθική» έγραφε στην «Κριτική της κριτικής» (Πόλις, μτφ. Γιάννης Κιουρτσάκης). Δεν πρότεινε κάποιου είδους ηθικολογία, όσο ένα πεδίο δυνατής συνεννόησης, με τις ουμανιστικές αξίες και την κοινή αναζήτηση της αλήθειας στο επίκεντρο. Στην προσέγγισή του, η λογοτεχνία δεν είναι μόνο πνευματικό αλλά και εμπειρικό κατόρθωμα, συνδιαλεγόμενο και με τη θεωρία αλλά κυρίως με τη ζωή: η σχολική διδασκαλία της είχε συχνά ως αποτέλεσμα να μη «μαθαίνει κανείς για ποιο πράγμα μιλούν τα έργα, αλλά για ποιο πράγμα μιλούν οι κριτικοί».

Η ίδια άποψη υπογραμμίστηκε στη «Λογοτεχνία σε κίνδυνο» (Πόλις, μτφ. Χρύσα Βαγενά): εκεί ο Τοντορόφ υποστήριζε ότι η λογοτεχνία είναι η ίδια η ανθρώπινη συνθήκη και όχι οι τρόποι σύνθεσης ενός λογοτεχνήματος. Αντικείμενο των σχετικών σπουδών είναι το «νόημα των έργων», όχι μόνο η μελέτη της μεθοδολογίας τους. Κάπως έτσι, αξία έχει η ανάγνωση ακόμα και λαϊκών μυθιστορημάτων που προσελκύουν τους αναγνώστες, είτε είναι οι «Τρεις σωματοφύλακες» είτε ο «Χάρι Πότερ». Η τελευταία αναφορά δεν θα έπρεπε να ξενίζει. Σε μια από τις μεγαλύτερες παρεμβάσεις του στη λογοτεχνική θεωρία, στην «Εισαγωγή στη φανταστική λογοτεχνία» του 1970 (Οδυσσέας, μτφ. Αριστέα Παρίση), ο Τοντορόφ έδειχνε πως μέσα στον κόσμο μας, έναν κόσμο χωρίς διαβόλους, τριβόλους και βαμπίρ, συμβαίνουν ανεξήγητα «γεγονότα» (σε όνειρα, σε καταστάσεις διανοητικής αστάθειας ή και σε συνθήκες «υπερφυσικές»), μπροστά στα οποία οφείλουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε δύο λύσεις: είτε πρόκειται για αισθητηριακή παραπλάνηση, για προϊόντα της φαντασίας, οπότε οι νόμοι του κόσμου παραμένουν ως έχουν, είτε πάλι συνέβησαν στ’ αλήθεια ως μέρος της πραγματικότητας, οι νόμοι της οποίας αποδεικνύονται τελικά άγνωστοι σε εμάς.

Οχι ότι ο Τοντορόφ αδιαφορούσε για εκείνα τα γεγονότα που παραήταν πραγματικά, με τρόπο ολέθριο για τον 20ό αιώνα: στο «Απέναντι στο ακραίο» (Νησίδες, μτφ. Βασίλης Τομανάς) καταπιανόταν με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επιχειρώντας μέσα από προσωπικές έρευνες σε σχετικές αφηγήσεις να δείξει ότι αντίθετα με τη διαδεδομένη αντίληψη, η ηθική ζωή των κρατουμένων δεν είχε σβήσει. Στο εμβληματικό, εξάλλου, «Μνήμη του κακού, πειρασμός του καλού» χρησιμοποιεί την προσωπική τραγωδία έξι ανθρώπων που αναδεικνύονται σε οικουμενικά σύμβολα: των Βασίλι Γκρόσμαν, Μαργκαρέτε Μπούμπερ – Νόιμαν, Νταβίντ Ρουσέ, Πρίμο Λέβι, Ρομέν Γκαρί και Ζερμέν Τιγιόν.

ΜΕ ΤΟΝ ΡΟΛΑΝ ΜΠΑΡΤ. Ο ίδιος το 1963 εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, τη Σόφια της Βουλγαρίας, για χάρη του Παρισιού, όντας λιγότερο θύμα κάποιας σταλινικού τύπου καταπίεσης και περισσότερο ενός γενικότερου αισθήματος ασφυξίας στη χώρα: κάποτε ερμήνευσε τον πρώιμο φορμαλισμό του ως αντίβαρο στην άκαμπτα ιδεολογική ανάγνωση που επεφύλασσαν στα λογοτεχνικά κείμενα τα αυταρχικά καθεστώτα. Μαθήτευσε στο πλάι του Ρολάν Μπαρτ, μετέφρασε τους ρώσους φορμαλιστές, διηύθυνε τις έρευνες στο French Centre Nationale de la Recherche Scientifique ή συνίδρυσε το περιοδικό «Poétique» με τον Gérard Genette. Συναστράφηκε με τους αριστερούς φοιτητές του Πανεπιστημίου της Βινσέν, χωρίς ωστόσο να τους ακολουθήσει πολιτικά: η ανάγνωση του «Αρχιπελάγους Γκουλάγκ» ήταν άλλο ένα σημείο καμπής για τη στάση του απέναντι στον κομμουνισμό. Στη δεκαετία του ’80 στράφηκε στη μελέτη του Διαφωτισμού, ενώ συνεργάστηκε ως επισκέπτης καθηγητής με ιδρύματα όπως το Χάρβαρντ, το Γέιλ, το Κολούμπια.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. Στις σύγχρονες οικονομικοπολιτικές προκλήσεις δεν έμεινε αμέτοχος: «Ο νεοφιλελευθερισμός βασίζεται σε μια αμφισβητούμενη αντίληψη της ανθρώπινης φύσης, κατά την οποία η οικονομία είναι μια δραστηριότητα σαφώς διαχωρισμένη από τις άλλες και επιπλέον η πιο σημαντική απ’ όλες» έλεγε σε συνέντευξή του στο «Βήμα» το 2013, συμπληρώνοντας κατόπιν ότι «η Ευρωπαϊκή Ενωση του σήμερα δεν είναι μια λειτουργία πραγματικά δημοκρατική: δεν διευθύνεται από τους εκπροσώπους των λαών της Ευρώπης, αλλά από τους αρχηγούς των κρατών τους, με τα μεγάλα κράτη να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή από τα μικρά».

Τα τελευταία –καταγόμενος κι ο ίδιος από ένα τέτοιο –δεν έπαψαν να τον ενδιαφέρουν μέχρι πρόσφατα. Το 2010, σε ερώτηση του βουλγαρικού ραδιοφώνου για το αν η Βουλγαρία θα καταφέρει «να κερδίσει τον χρόνο που έχει χάσει», απαντούσε: «Η αίσθηση αυτή, να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο, υπάρχει και σε άλλους λαούς, οι οποίοι πιστεύουν ότι εξαρτώνται από εξωτερικά πολιτιστικά κέντρα. Στην περίπτωση αυτή δεν αναζητούν τις απαντήσεις στο δικό τους παρελθόν, αλλά σε ένα παρόν το οποίο είναι άσχετο απ’ αυτούς. Πάντα με εξέπλησσε το γεγονός ότι οι Βούλγαροι γνωρίζουν όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Αυτό είναι αποτέλεσμα ενός κόμπλεξ κατωτερότητας. Είναι απαραίτητο να αποκτήσετε αυτοπεποίθηση και να ακολουθήσετε τον δρόμο σας».