Διατράνωνε κάποτε τους σκοπούς της η κυβέρνηση ότι χτυπώντας τους λαθρεμπόρους θα εισέπραττε 1 δισ. ευρώ. Αποδείχθηκαν όμως λόγια του αέρα και το μόνο που συνέβη ήταν να φορτωθούν τα καύσιμα με 500 εκατ. ευρώ φόρους και η Ελλάδα να έχει την δεύτερη ακριβότερη βενζίνη στην Ευρώπη.

Απόδειξη των παραπάνω είναι δύο διαφορετικές έρευνες του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου για λογαριασμό του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ) που απορρίπτουν το αφήγημα πάταξης της παρανομίας στα καύσιμα καθώς προκύπτει ότι ουδείς ασχολείται με αυτήν. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα, ένα στα δέκα πρατήρια σε Θεσσαλονίκη, Μαγνησία και Αχαΐα παραδίδουν λιγότερο καύσιμο στους καταναλωτές από αυτό που φαίνεται στην αντλία και το ποσοστό απόκλισης κυμαίνεται μέχρι 9,69%.

ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. Το εντυπωσιακό είναι ότι λίγους μήνες πριν είχε προηγηθεί άλλη έρευνα, πάλι από το ΕΜΠ, στην Αττική, από την οποία προέκυπτε ακόμη χειρότερη εικόνα. Το ποσοστό στις πειραγμένες αντλίες προκειμένου να παραδίδουν μικρότερες από τις αναγραφόμενες ποσότητες έφτανε το 14,5%. Παρά τη μεγάλη δημοσιότητα που είχαν τότε λάβει τα αποτελέσματα, η παραβατικότητα συνεχίζεται, γεγονός που καταδεικνύει πως οι παραβάτες νιώθουν σιγουριά ότι δεν ελέγχονται, όπως καταγγέλλει ο ΣΕΕΠΕ.
Η ειρωνεία είναι ότι όλα αυτά τα στοιχεία, πειραγμένα και νόμιμα, αποστέλλονται μαζικά στη Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων του υπουργείου Οικονομικών μέσω των περίφημων συστημάτων εισροών – εκροών που έχουν εδώ και χρόνια τοποθετηθεί στο σύνολο των πρατηρίων της χώρας.

Τόσα χρόνια ωστόσο τα στοιχεία αυτά δεν τυγχάνουν επεξεργασίας, όπως λένε οι γνωρίζοντες, ούτε έχει ενημερωθεί ποτέ κανείς αν το σύστημα λειτουργεί και αποδίδει. Διαφορετικά, τα όποια αποτελέσματα θα είχαν γίνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο γνωστά. Εύλογο επίσης ερώτημα που διατυπώνουν αυτή την φορά οι ίδιοι οι πρατηριούχοι είναι αν ποτέ κάποια από τις εταιρείες εμπορίας διέκοψε την συνεργασία της με παραβατικό πρατήριο.

ΜΠΑΛΑΚΙ ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ. Πέντε χρόνια από τότε που ψηφίστηκε ο σχετικός νόμος (2012), η πολιτεία δεν έχει ακόμη αξιοποιήσει το μέτρο. Κάποτε το πρόβλημα αφορούσε τους ίδιους τους πρατηριούχους που αρνούνταν να συμμορφωθούν με την νομοθεσία και να εγκαταστήσουν τα εν λόγω συστήματα στα πρατήριά τους. Μετά το πρόβλημα αφορούσε τους πιστοποιητές που είτε έκαναν κακή δουλειά, είτε ήταν λιγοστοί. Και τα τελευταία χρόνια, η μόνιμη επωδός του υπουργείου είναι ότι η ΓΓΠΣ δεν διαθέτει αρκετό προσωπικό για να επεξεργάζεται τα στοιχεία.
Οπου και να βρίσκεται η αλήθεια, το θέμα είναι το σύστημα δεν αξιοποιείται. Αν και η Ελλάδα έχει από το 2012 θεσμικό πλαίσιο για τη διακρίβωση των ποσοτήτων καυσίμων που μπαίνουν και βγαίνουν από τα διυλιστήρια, τις εταιρείες και τα πρατήρια, προκειμένου να εντοπιστεί το λαθρεμπόριο, αυτό δεν παρακολουθείται από κανέναν. Ούτε επιτόπιοι έλεγχοι σε πρατήρια από κινητά συνεργεία (ΚΕΔΑΚ) του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, πλέον γίνονται με επιχείρημα την έλλειψη πόρων.
Συμπερασματικά, από τον Φεβρουάριο του 2012 που ψηφίστηκε ο νόμος για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου μέχρι σήμερα, η ελληνική πολιτεία δεν έχει θεσπίσει ούτε ένα ολοκληρωμένο μέτρο για την πάταξη του φαινόμενου. Υπουργικές αποφάσεις που ακόμη εκκρεμούν, και άλλες που ανατρέπουν παλαιότερες, συνθέτουν μια εικόνα απόλυτης γραφειοκρατικής αδράνειας.

Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ότι παρότι έχουν εγκατασταθεί και στις εταιρείες συστήματα εισροών – εκροών, εκκρεμεί ακόμη η απόφαση για τον τρόπο με τον οποίο θα επικοινωνούν με τη ΓΓΠΣ –άρα, η τοποθέτησή τους είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Επίσης εκκρεμεί η απόφαση για την εγκατάσταση τέτοιων συστημάτων σε εργοτάξια, μαρίνες και ανεξάρτητα πρατήρια.

ΤΑ GPS ΣΤΑ ΒΥΤΙΟΦΟΡΑ. Αλλη χαρακτηριστική περίπτωση απροθυμίας να εφαρμοσθεί ένα μέτρο αφορά την υποχρεωτική εγκατάσταση GPS στα βυτιοφόρα. Πέντε χρόνια από το 2012 που ψηφίστηκε το μέτρο εκκρεμούν ακόμη δύο υπουργικές αποφάσεις, μία που θα προσδιορίζει τις προδιαγραφές των συστημάτων και μία δεύτερη που θα ορίζει τον τρόπο επικοινωνίας τους με την ΓΓΠΣ. Η ειρωνεία είναι ότι όλες οι εταιρείες πετρελαιοειδών έχουν εδώ και καιρό εγκαταστήσει GPS στα ιδιόκτητα ή συνεργαζόμενα βυτιοφόρα, προκειμένου να ελέγχουν τις μετακινήσεις τους.

Τα σήματα ωστόσο που εκπέμπουν τα βυτιοφόρα αυτά δεν καταλήγουν πουθενά, παρά μόνο στις ίδιες τις εταιρείες! Και πώς να καταλήξουν στην ΓΓΠΣ όταν ακόμη αυτή μαζί με το υπ. Μεταφορών δεν έχουν εκδώσει την απόφαση για τον τρόπο αποστολής των σημάτων στο κεντρικό σύστημα;

Τελικά, το μόνο απτό μέτρο στην αγορά καυσίμων την τελευταία διετία ήταν για μια ακόμη φορά η αύξηση των φόρων –η μεγαλύτερων των τελευταίων ετών.