Είναι από τις δημιουργούς που τις χώρες όπως η Ελλάδα δεν τις επισκέπτονται μόνο για μια παράσταση. Τον περασμένο Ιούνιο, λ.χ., η Λόρι Αντερσον είχε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση ενός ολόκληρου προγράμματος εκδηλώσεων του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Οχι κι εντελώς αναπάντεχο για μια καλλιτέχνιδα πολυσχιδή, η οποία αφού μεγάλωσε στο Ιλινόι με επτά αδέλφια και αφού σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο Mills College της Καλιφόρνιας και Γλυπτική στο Κολούμπια, κατόπιν επιδόθηκε σε ένα καλλιτεχνικό έργο εκτεινόμενο από την περφόρμανς και το πειραματικό θέατρο ή τον κινηματογράφο μέχρι τη μουσική με όργανα δικής της επινόησης αλλά και επιτυχίες όπως «O Superman» του 1981 ή τα πρότζεκτ πολυμέσων.

Πλέον θεωρείται μία από τις σημαντικότερες αμερικανίδες δημιουργούς, που αντιπαραθέτει ποιότητες συχνά δυσεύρετες στην αβανγκάρντ: την πνευματικότητα και την ανεμελιά, την τρυφερότητα και το χιούμορ. Η τελευταία της ταινία, «Η καρδιά ενός σκύλου», ασχολείται με διάφορες αγάπες και απώλειες της ζωής της: του σκύλου της, του συζύγου της, δηλαδή του συχωρεμένου Λου Ριντ, της μητέρας της. Ειδικά για την τελευταία, η Αντερσον παραδεχόταν στην ταινία ότι δεν την αγαπούσε. «Αλήθεια είναι» έλεγε σε πρόσφατη συνέντευξή της στην «Γκάρντιαν». «Υποτίθεται ότι οι γυναίκες είναι πάντα τρυφερές με όλους –οι υπόλοιποι όχι, οι γυναίκες όμως ναι. Και νομίζω ότι ακόμα πιο δύσκολο είναι να πει κανείς “η μητέρα μου δεν με αγαπούσε”. Γιατί έτσι αμφισβητείς ολόκληρο το σύστημα». Η δική της μητέρα την αγαπούσε άραγε; «Δεν ήταν από τους ανθρώπους που ήξεραν πώς γίνεται κάτι τέτοιο. Με έμαθε όμως άλλα πράγματα. Πώς να αγαπάω τα βιβλία ή τη μουσική».

ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΥ ΡΙΝΤ. Ισως γι’ αυτό το έργο της καταπιάνεται, σύμφωνα με την ίδια, με τις ιστορίες «και με το τι συμβαίνει όταν λέγονται και ξαναλέγονται». Αν πάντως ζητηθεί η γνώμη της για τις πρόσφατες «ιστορίες» γύρω από το πώς πρέπει να πενθεί μια χήρα, ειδικά η χήρα ενός δημόσιου προσώπου, το πρώτο που η Αντερσον θα αποποιηθεί ευγενικά είναι ο ίδιος ο χαρακτηρισμός: «Το ξέρω ότι είμαι χήρα, αλλά δεν είναι αυτή η ταυτότητά μου. Οπως επίσης δεν ήταν στην ταυτότητά μου το “παντρεμένο ζευγάρι” –παρότι υπήρξαμε τέτοιο. Μάλλον “σύντροφοι” είναι η λέξη που θα προτιμούσα». Με μια συντροφικότητα κάπως σπάνια: μετά τον θάνατο του Λου Ριντ, η Αντερσον είχε γράψει στο «Rolling Stone»: «Εφτασα μαζί του ώς την άκρη του κόσμου. Η ζωή –τόσο όμορφη, επώδυνη και εκθαμβωτική –δεν έχει κάτι καλύτερο. Κι ο θάνατος; Νομίζω ότι επακόλουθό του είναι η απελευθέρωση της αγάπης».

Στη συνέντευξη στην «Γκάρντιαν» θα συμπλήρωνε ότι «τέτοιες πόρτες ανοίγουν μία φορά στον βίο σου, άντε δύο αν είσαι τυχερός, και μία ακόμα όταν θα αντιμετωπίσεις τον δικό σου θάνατο και θα έχεις την ευκαιρία να τον σκεφτείς, να τον δεις, να τον αισθανθείς. Είναι συγκλονιστικό. Με γέμισε με ευτυχία. Δεν είχα προετοιμαστεί –υποτίθεται πως θα ήμουν συντετριμμένη. Αντιθέτως, ήταν μια εκστατική εμπειρία και εξακολουθεί να είναι. Ανοιξε τον κόσμο μου και αντιλήφθηκα πράγματα ή άρχισα να τα αντιλαμβάνομαι διαφορετικά». Κάπως έτσι φτάνει να μιλάει για τον Ριντ σε χρόνο ενεστώτα: «Είναι ο πιο υπέροχος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ. Τον σκέφτομαι διαρκώς και με εμπνέει ολοκληρωτικά. Μου λείπει αβάσταχτα, αλλά δεν υπάρχει νόημα στο να θλίβομαι. Τον βλέπω συνέχεια, είναι πάντα εδώ, μια επίμονη, ισχυρή παρουσία. Πιστεύω ότι κι άλλοι αισθάνονται το ίδιο, γιατί ήταν έντονη προσωπικότητα που δεν διασκορπίζεται έτσι εύκολα. Εύχομαι μόνο να μπορούσα να ακούσω τι θα έλεγε για τον Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό θα ήταν κάτι».

Εκείνη, αλήθεια, τι γνώμη έχει για τις αμερικανικές εκλογές; «Οι άνθρωποι επηρεάζονται τόσο εύκολα ως προς το τι είναι φυσιολογικό» απαντούσε. «Οταν λοιπόν για τη Χίλαρι Κλίντον ουρλιάζουν “κλειδαμπαρώστε την”, είναι φρικτό. Ή “κρεμάστε την” –δεν νομίζω ότι εξοργιζόμαστε αρκετά με αυτά. Η μισή χώρα εκφράζεται έτσι».

Η λέξη «εξοργιζόμαστε» δεν αντιφάσκει με τα βουδιστικά ενδιαφέροντά της; «Αισθάνομαι ένοχη –τι έκανα τα τελευταία είκοσι χρόνια;» ομολογούσε στη συνέντευξή της. «Αντιλήφθηκα ότι οι άνθρωποι γλιστρούσαν εκτός μεσαίας τάξης; Ελεγα κάποτε σε μια φίλη μου ότι οι ψηφοφόροι του Τραμπ απλώς πεινάνε. Και εκείνη αποκρινόταν “ναι, αλλά μερικοί είναι απλά μαλάκες που μισούν τις γυναίκες”». Στο τέλος βέβαια μοιάζει να επικρατεί μέσα της το καλό. «Ειδικά προς το τέλος της ζωής σου», κατέληγε, «υπάρχει πάντα η ιδέα της καλοσύνης, που νομίζεις ότι δεν την αξίζεις, αλλά δεν είναι έτσι. Ενα από τα πράγματα που συνεπήραν τον Λου ήταν η ιδέα ότι βρισκόμαστε στη ζωή για να περάσουμε όμορφα. Οχι για να υποφέρουμε. Οχι. Είμαστε εδώ για την απόλυτη χαρά, την ευδαιμονία».