O Μπέπε Γκρίλο έχει μια πρωτοποριακή ιδέα. Επειδή τελευταία κυκλοφορούν πολλές ψευδείς ειδήσεις και μπερδεύεται ο κόσμος, προτείνει να συγκροτηθεί μια «λαϊκή επιτροπή» που θα αποφασίζει τι είναι αλήθεια και τι ψέμα. Να επιλεγούν δηλαδή στην τύχη μερικοί απλοί πολίτες, στους οποίους θα παρουσιάζονται τα επίμαχα δημοσιεύματα για να κρίνουν αν είναι ακριβή. Σε περίπτωση που ένα δημοσίευμα χαρακτηρίζεται ψευδές, ο συντάκτης θα απολογείται δημοσίως με σκυμμένο το κεφάλι και την επομένη θα δημοσιεύει ή θα μεταδίδει την ορθή εκδοχή.

Ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος της Ιταλίας εξαιρεί προφανώς από τη διαδικασία αυτή το δικό του μπλογκ (που δημοσίευσε πρόσφατα μια φωτογραφία από ένα πλήθος που περίμενε να ακούσει τον Πάπα, λέγοντας ότι επρόκειτο για αντικυβερνητική διαδήλωση) και το δίκτυο ιστοσελίδων και λογαριασμών συνεργατών του (που κατηγορήθηκε ότι διασπείρει κατασκευασμένες ειδήσεις, θεωρίες συνωμοσίας και φιλορωσικά ρεπορτάζ). Οσο για τον επιεική χαρακτήρα της πρότασής του, έχει μάλλον σχέση με το γεγονός ότι βρίσκεται ακόμη στην αντιπολίτευση. Οταν αναλάβει την εξουσία, μπορεί να στήσει και αγχόνες.

Ο Αλέξης Τσίπρας είχε χαρακτηρίσει κάποτε το Κίνημα Πέντε Αστέρων «υγιές και ελπιδοφόρο». Στη συνέχεια, βέβαια, οι σχέσεις τους πέρασαν κρίση επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνεργάστηκε στις ευρωεκλογές με το κόμμα του Γκρίλο, αλλά υποστήριξε στην Ιταλία τη «Λίστα Τσίπρα». Δεν ξέρουμε έτσι αν η πρόταση του ιταλού κωμικού έχει την υποστήριξη του έλληνα Πρωθυπουργού. Αλλά είναι μάλλον απίθανο. Τι χρειάζονται οι λαϊκές επιτροπές όταν υπάρχει, ως ανώτατος κριτής, ο αρθρογράφος της κυβέρνησης στο κομματικό της έντυπο; Τι να πουν οι τυχαία επιλεγμένοι καθημερινοί πολίτες όταν κοτζάμ Θανάσης Καρτερός αποφασίζει ότι «για το τέλος του ΔΟΛ, όπως τουλάχιστον τον γνωρίσαμε» φταίει «ότι στήριξαν με φανατισμό κάθε τρόικα και κάθε μέτρο που “έπαιρνε μέτρα” στους πιο φτωχούς», ότι «πολέμησαν τη σημερινή κυβέρνηση με όλα τα μέσα, από τα οποία το εντιμότερο η συκοφαντία», ότι «έσπειραν φόβο, για να θερίσει η κοινωνία χειροπέδες»;

Ολα αυτά εμείς τα κάναμε. Οχι ο Ψυχάρης, εμείς, οι «γνωστοί και μη εξαιρετέοι τιτουλάριοι και σφουγκοκωλάριοι», εμείς, «οι αδάμαντες της δημοσιογραφίας που κόσμησαν τόσα δακτυλίδια», εμείς, οι εργαζόμενοι που «η χώρα δοκιμάζεται σε κάθε δημοσιογραφική τους αράδα» (!), εμείς, που τολμάμε να γράφουμε την άποψή μας κι όταν υπάρχει κάποια διαφωνία δεν παίρνουμε τηλέφωνο τον κυβερνητικό εκπρόσωπο αλλά τη λύνουμε με τον διευθυντή μας, γιατί έτσι μάθαμε ότι λειτουργεί ο Τύπος στις δημοκρατικές κοινωνίες. Σε αυτές τις κοινωνίες, βέβαια, τα μέσα ενημέρωσης δεν αντιμετωπίζονται χειρότερα από τα σουπερμάρκετ ούτε παρομοιάζονται με τα ψάρια των ιχθυοτροφείων, δεν δέχονται πόλεμο επειδή εκφράζουν ενοχλητικές απόψεις, αλλά ενισχύονται και επιδοτούνται επειδή θεωρούνται ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της δημοκρατίας.

Ενας ιταλός γερουσιαστής είπε ότι οι προτάσεις του Γκρίλο ισοδυναμούν με φασισμό και ότι όσοι τον υποτιμούν είναι συνένοχοι. Ο φασισμός έχει όμως πολλά πρόσωπα. Και εμείς, όποιο «τέλος» κι αν έχουμε, μπορούμε τουλάχιστον να υπερηφανευόμαστε ότι δεν τον υποτιμήσαμε.