Λίγο μετά το δημοψήφισμα του Brexit είχαμε την εκλογή Τραμπ. Και οι ακροδεξιοί στην Ευρώπη πανηγυρίζουν. Επιχειρούν να τον εμφανίσουν ως προπομπό της δικής τους μελλοντικής κυριαρχίας. Τα πράγματα όμως είναι πολύ πιο σύνθετα: ο Τραμπ, ως ηγέτης μιας υπερδύναμης η οποία αναγκάζεται να υπολογίσει πολλαπλές ισορροπίες παγκοσμίως, δεν είναι «δικός τους». Εχει την de facto αυτονομία του. Ο Τραμπ ανήκει στον Τραμπ! Υπόκειται στις υποχρεώσεις του ρόλου του, ειδικά τώρα που η προεκλογική ρητορική εξαντλήθηκε. Και θα πορευτεί πλέον εντός ενός εσωτερικού πλαισίου συγκεκριμένων και μακροχρόνιων δημοκρατικών δομών της υπερδύναμης. Αλλά και διεθνών ισορροπιών, που του επιβάλλουν κάποια μορφή ισχυρού ρεαλισμού.

Βεβαίως, παγκοσμίως συντελούνται γρήγορες και απότομες αλλαγές. Ηδη από το Brexit καλούμαστε να αλλάξουμε την πολύχρονη οπτική της ανάλυσής μας. Τα γυαλιά πάσης χρήσης που διαθέταμε είναι πλέον άχρηστα. Καλούμαστε να τα ανανεώνουμε αντικρίζοντας νέες πραγματικότητες. Ο διάσημος πολιτικός φιλόσοφος Τζον Γκρέι, σε μελέτη του αναφέρεται στην κρίση των δύο βασικών ρευμάτων, της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς –τον «φιλελευθερισμό της Δεξιάς και της Αριστεράς», όπως προσδιορίζει τα ρεύματα αυτά -, τονίζει ότι χάνουν έδαφος. Εχουν νέους ανταγωνιστές. Καλούνται να αναπροσαρμοστούν. Για να το πράξουν όμως, «πρέπει να πάψουν να βλέπουν το μέλλον ως συνέχεια του παρόντος».

Στην ανάλυσή του ο Γκρέι τονίζει πως «η φιλελεύθερη υποχώρηση δεν προέρχεται από την επανάσταση των αδαών μαζών εναντίον των πεφωτισμένων ελίτ». Είναι προϊόν της «αφροσύνης των ίδιων των φιλελεύθερων ηγεσιών». Προφανώς, οι αντιδράσεις δεν είναι παντού ίδιες. Ούτε τα αντικατεστημένα ρεύματα έχουν την ίδια υφή. Αλλο είναι ο Τραμπ και άλλο η Λεπέν. Η Λεπέν έχει μια συγκροτημένη ακροδεξιά ιδεολογία. Ο Τραμπ έχει εκστομίσει μόνο κραυγές και αφορισμούς. Φυσικά στις κραυγές αυτές υπάρχουν ακροδεξιά στοιχεία. Γενικότερα όμως ο Τραμπ εκπέμπει πρωτίστως μια προσωπική εικόνα. Αυτή είναι άκρως ανησυχητική, αλλά είναι αμφίβολο κατά πόσο θα δομήσει μια ακραία εξουσία. Σε κανένα πεδίο άλλωστε δεν έχει πρόγραμμα. Μόνο ατάκτως ειρημένες φράσεις.

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν επικράτησε ως συνειδητοποιημένος ακροδεξιός. Αλλά ως αντίπαλος του πολιτικού κατεστημένου. Αυτό το κατεστημένο αποδοκιμάζουν πολλοί ψηφοφόροι μιας φτωχοποιημένης μεσαίας τάξης. Διότι «έμειναν πίσω». Η οργή τους εντείνεται, διότι οι ανισότητες έχουν ξεπεράσει κάθε όριο. Υπάρχει το διαβόητο 1% των πολύ πλουσίων. Αυτό είναι πλέον πιο προνομιούχο απ’ ό,τι ήταν ποτέ. Μόνο στον 19ο αιώνα υπήρχε ανάλογη πραγματικότητα! (Sasha Abramsky – «The American way of poverty»)!

Σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση: νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται, αλλά είναι οι χαμηλότερα αμειβόμενες εδώ και χρόνια. Είναι επίσης επισφαλείς. Περίπου 45 εκατ. Αμερικανοί έχουν φτωχοποιηθεί. Ενας στους έξι βιώνει «επισφάλεια διατροφής». Σε ουρές για δωρεάν φαγητό συνωθούνται πολλοί, σε πλήθος πόλεων. Και δεν είναι μόνο οι άνεργοι. Σπίτια και συνταξιοδοτικά προγράμματα χάνουν την αξία τους. Οι προοπτικές για τα παιδιά των οικογενειών της μεσαίας τάξης είναι σαφώς χειρότερες από εκείνες των γονέων τους. Ετσι, η ανασφάλεια βασιλεύει.

Στο συνταρακτικό βιβλίο «Strangers in their own land» η Α.R. Hochschild μελέτησε τη δεύτερη φτωχότερη πολιτεία: τη Λουιζιάνα. Η κατάσταση είναι τριτοκοσμική. Ο μέσος όρος ζωής είναι στα επίπεδα της Νικαράγουας. Οι λευκοί αισθάνονται ότι κατρακυλούν στο βιοτικό επίπεδο των έγχρωμων. Κάτι που τροφοδοτεί τον ρατσισμό τους. Φυσικά, η Λουιζιάνα είναι από τα προπύργια του Τραμπ.

Το μένος κατά του κατεστημένου και των διαφόρων ελίτ έχει παραμερίσει τον άξονα Δεξιάς – Αριστεράς ως επιλογή για τους ψηφοφόρους. Ως υποψήφιος ο Ντόναλντ Τραμπ, στον δρόμο του προς το χρίσμα, σάρωσε όλους τους ανταγωνιστές του, που στήριξε αναφανδόν το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο. Μάλιστα, ο τελικός του αντίπαλος, ο Τεντ Κρουζ, ήταν σαφώς «δεξιότερος», με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά όχι αντισυστημικός. Ταυτόχρονα, ένας άλλος αντίπαλος του κατεστημένου, ο Μπέρνι Σάντερς, που δήλωνε «σοσιαλιστής» (κάτι που πριν από λίγα χρόνια θα τον καθιστούσε περιθωριακό) και παρά την προχωρημένη ηλικία του, έφθασε λίγα βήματα από το να επικρατήσει της Κλίντον. Παρά το ότι η Κλίντον διέθετε όλο το δημοκρατικό κατεστημένο στο πλευρό της. Από τότε, όμως, ήταν ήδη φανερό πως ο Τραμπ είχε απέναντί του μια ευάλωτη υποψηφιότητα για την προεδρία.

Φυσικά, το ότι ο Τραμπ ευνοήθηκε στο να έχει έναν «ιδανικό» αντίπαλο, που ανήκε απόλυτα στο πολιτικό κατεστημένο, επιβεβαιώνει την επισήμανση του Γκρέι: παραδοσιακά κόμματα και πολιτικοί είναι εκτός πραγματικότητας. Επιλέγοντας την Κλίντον, το Δημοκρατικό Κόμμα εξαρχής κινδύνευε να αυτοκτονήσει. Με αντίπαλο έναν υποψήφιο, που δεν θα «έσταζε» κατεστημένο, ο Τραμπ θα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτος. Διότι οι αρνητικές κρίσεις γι’ αυτόν υπερτερούσαν με διαφορά των θετικών. Σώθηκε, διότι το ίδιο ίσχυε και για την Κλίντον. Αρα, το «φαινόμενο Τραμπ» δεν ήταν αναπόφευκτο να έχει αίσιο τέλος για τον ίδιο. Το κατεστημένο τού έστρωσε το χαλί.

Εγραφα στο τελευταίο άρθρο μου στα «ΝΕΑ» πως ο μεσαίος χώρος στην εποχή μας παίρνει διάφορες μορφές. Δεν είναι εκείνο που γνωρίζαμε. Ο σεισμός του 2008 άλλαξε πολλά. Υπάρχει το φαινόμενο του «οργισμένου μεσαίου χώρου» (the angry middle). Ο Τραμπ, παρά την ακρότητα της φρασεολογίας του και την προκλητική συμπεριφορά του, διέθετε δύο όπλα για να κερδίσει τμήμα του μεταμορφωμένου μεσαίου χώρου. Για το πρώτο, την αντικατεστημένη εικόνα του, γράψαμε ήδη. Το δεύτερο ήταν, πολύ απλά, ότι δεν ήταν πολιτικός! Αυτό αποδείχθηκε κομβικό σε μια εποχή απαξίωσης των πολιτικών. Κατάφερε έτσι να κερδίσει σημαντικό τμήμα των «ανεξάρτητων» ψηφοφόρων (που δεν προσδιορίζονται ως Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί). Ακόμη και ψηφοφόροι του Σάντερς τον επέλεξαν!

Επίσης, η παρορμητική και γεμάτη γκάφες εκστρατεία του Τραμπ τον βοήθησε να φαίνεται ως «μη πολιτικός». Διότι εμφανιζόταν «αυθόρμητος». Διότι έλεγε όσα πίστευε «χωρίς περιστροφές». Φυσικά τώρα, το μόνο που γνωρίζουμε για το τι θα πράξει ο Τραμπ είναι σκόρπιες ατάκες και συνθήματα. Ούτε μπορεί να προβλεφθεί αν θα συγκρατήσει τον παρορμητισμό του, ειδικά στην επικίνδυνη για αναταράξεις διεθνή σκηνή. Από την άλλη πλευρά όμως νιώθει κανείς κάποια ασφάλεια, ότι ο Τραμπ δεν έχει δίπλα του στα εξωτερικά θέματα «νεοσυντηρητικούς» που συμβούλευαν τον Μπους. Αυτοί άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου προκαλώντας έκρηξη στη Μέση Ανατολή με την εισβολή στο Ιράκ.

Πάντως, στην εποχή που διανύουμε είναι πασίδηλο πως απαιτείται διορθωτική παρέμβαση στο καπιταλιστικό σύστημα, όπως γράφει και ο Γκρέι. Το κράτος πρέπει να παίξει έναν πιο ενεργό ρόλο στον περιορισμό των ανισοτήτων. Μια θετική συνέπεια του Brexit είναι η πρωθυπουργοποίηση της Τερίζα Μέι, η οποία επιδιώκει ένα γενικότερα δραστήριο κράτος με στόχο την ανάπτυξη, αλλά και με ενεργό ρόλο στο να αντιμετωπιστεί η ωρολογιακή βόμβα όσων «μένουν πίσω». Αυτοί, στην οργή τους, μπορούν να αναδείξουν ηγέτες πολύ πιο επικίνδυνους από τον Τραμπ.

Τούτες είναι μεγάλες προκλήσεις για τις πολιτικές ελίτ. Αλλά αυτές παντού (και ειδικά στη χώρα μας) περνούν βαθύτατη κρίση. Είναι απαξιωμένες. Είναι ανεπαρκείς. Καλούνται όμως να προλάβουν τα χειρότερα. Μπορούν;

Ο Γιάννης Λούλης είναι πολιτικός αναλυτής, επικοινωνιολόγος και συγγραφέας, www.johnloulis.gr