Αναπαράγω την είδηση όσο πιο τηλεγραφικά, όσο πιο ουδέτερα μπορώ: Στις 8 Οκτωβρίου 2016, στην Πλατεία Κλαυθμώνος, ένας άνδρας αγνώστων στοιχείων κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Για ανθρωποκτονία από πρόθεση κατηγορούνται δύο αλλοδαποί που βρέθηκαν να κοιμούνται κάτω από το αιωρούμενο πτώμα.

Στην Πλατεία Κλαυθμώνος πριν από μια εβδομάδα απαγχόνισαν έναν άνθρωπο!

«Τους ξέραμε και τους τρεις» μου λέει ένας ταξιτζής που κάνει πιάτσα Πανεπιστημίου και Κοραή. «Λιώμα από το αλκοόλ ήταν διαρκώς. Ζητιάνευαν, κολλούσαν μέχρι και σε εμάς για κάνα κέρμα, προσπαθούσαν να αρπάξουν τσάντες γυναικών, αλλά παραπατούσαν κι έπεφταν κάτω απ’το μεθύσι». «Και πώς κανείς δεν τους εμπόδισε να κρεμάσουν τον φίλο τους;». «Το δέντρο είναι πίσω απ’τ ο άγαλμα της πλατείας. Σε τυφλό σημείο. Διαβάτης δεν περνάει μέρα-νύχτα από εκεί. Κάνουν παράκαμψη για να μη βρεθούν φάτσα με φάτσα με τους αστέγους που έχουν απλώσει τα συμπράγκαλά τους, ουρούν κι αποπατούν στα παρτέρια».

Θέλετε κι άλλα «τυφλά σημεία» στο κέντρο της πρωτεύουσας; Πλατεία Κάνιγγος. Προπύλαια Πανεπιστημίου. Πεδίον του Αρεως –εκεί πλέον οι σύριγγες και τα σπασμένα μπουκάλια ξεχειλίζουν από το πάρκο, βαδίζεις στα πεζοδρόμια της Μαυρομματαίων και της Αλεξάνδρας και παίρνεις μυρωδιά κόλασης.

Η επαιτεία έχει γίνει στην Αθήνα πιο έντονη παρά ποτέ μεταπολεμικά. Στο μετρό, στις καφετέριες, στις εισόδους των σουπερμάρκετ χιλιάδες απλωμένα χέρια, άνθρωποι που σου δείχνουν τις πληγές ή τα μωρά τους. Στα Χαυτεία, στο οδόστρωμα, ανάμεσα στα διερχόμενα αυτοκίνητα ένας νεαρός με κομμένο πόδι πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι παραμιλάει και κοιτάζει απλανώς. Μετράει αντίστροφα –ζήτημα εάν του απομένουν, υπ’ αυτές τις συνθήκες, λίγοι μήνες ζωής…

Ευθύνεται κυρίως η οικονομική κρίση; Το προσφυγικό τσουνάμι; Οι τοξικομανείς καταλήγουν κατά κανόνα στον δρόμο, υπάρχουν ωστόσο και κάποιοι που ο δρόμος τούς ρίχνει στην ηρωίνη;

Απέναντι σε τέτοια φαινόμενα, η πολιτεία –η κάθε πολιτεία –έχει δύο επιλογές: Είτε να δείξει ουσιαστική φροντίδα προς τους κολασμένους, να τους νοσηλεύσει, να τους στεγάσει, να τους ταΐσει, να στείλει τα παιδιά τους σε σχολεία. Είτε να απαλλαγεί από την παρουσία τους. Στη Νέα Υόρκη και σε άλλες πόλεις της Αμερικής, οι δήμοι πλήρωναν προ ετών εισιτήρια χωρίς επιστροφή για τους αστέγους, με όσο το δυνατόν μακρινότερους προορισμούς. Τα χαρτόκουτα μπροστά στις βιτρίνες λιγόστευαν. Οι ανθρωπιστές έφριτταν. Οι οπαδοί της τάξης και της καθαριότητας επέχαιραν.

Σε εμάς οι Αρχές μοιάζουν να αδιαφορούν. Ή, ακόμα και αν καταβάλλουν προσπάθειες, αυτές αποδεικνύονται ανεπαρκείς, ουδόλως βελτιώνουν την κατάσταση. Ξέρω, ξέρω, το πρόβλημα είναι αφάνταστα περίπλοκο –έχει παραμέτρους που ούτε καν διακρίνονται διά γυμνού οφθαλμού -, δεν αρκεί η πολιτική βούληση –πρέπει να συντονιστούν φορείς…

Ξέρω όμως και το άλλο: Αλίμονο στην πόλη που ανέχεται η δυστυχία να κυκλοφορεί στους δρόμους της. Που αποστρέφει το βλέμμα από τους κολασμένους. Που παρακάμπτει τα «τυφλά σημεία» όπως αποφεύγουμε σε ένα οικογενειακό τραπέζι να θίξουμε δυσάρεστα θέματα.

Και αλίμονο στην πολιτεία η οποία επαφίεται στα φιλάνθρωπα αισθήματα των πολιτών της. Εκείνων που θα ακουμπήσουν μισό ευρώ στην παλάμη του αστέγου, εκείνων που θα φέρουν κουβέρτες και κονσέρβες σε κάποια πλατεία.

Αγαπώ την Αθήνα σαν μάνα μου. Απολαμβάνω να την περπατάω, να μπαινοβγαίνω στα βιβλιοπωλεία και στα μπαρ, να χαζεύω τα αγόρια της που κάνουν σκέιτ στο Σύνταγμα, τα κορίτσια της που λιάζονται –ή σεληνιάζονται –στη Μαβίλη. Οποτε κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει –παράσταση, έκθεση, δημόσια συζήτηση –σπεύδω να το απολαύσω και να το διαδώσω. Οι χαρές της είναι χαρές μου.

Τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι πως η Αθήνα υποφέρει από γάγγραινα.