Ο Αντώνης Σουρούνης, που κηδεύτηκε χθες στη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη, στα 74 του χρόνια, στην Αγία Αναστασία, ήταν ένα από τα πολύ σημαντικά μεγέθη της νεότερης πεζογραφίας μας. Με λοξή ματιά απέναντι στα πράγματα και ταυτόχρονα ευθύς, πρωτότυπος, σπινθηροβόλος, είχε την ατυχία να προσβληθεί εδώ και χρόνια από τη μόνο νόσο που σίγουρα δεν του ταίριαζε: την Αλτσχάιμερ.

Από τα τέλη του 2013 ήταν πλέον οριστικά ανενεργός και είχε επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη ύστερα από 25χρονη εγκατάσταση στην Αθήνα. Προηγουμένως είχε περάσει από τα δεκαοκτώ του μέχρι σχεδόν τα τριάντα του σε Αυστρία και Γερμανία, όπου σπούδασε Κοινωνιολογία και Πολιτικές Επιστήμες, αλλά και έκανε ποικίλα επαγγέλματα, από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας. Η μπίλια όμως έκατσε στο γράψιμο. Οταν έβγαλε το πρώτο του βιβλίο, το «Ενα αγόρι γελάει και κλαίει», το 1969, το πλήρωσε 500 δραχμές δανεικές. Η αγράμματη γιαγιά του τού είπε τότε: «Πα, πα, πα, ζόρ’ που θα τράβηξες, παιδάκι μ’…».

Είχε γεννηθεί στην οδό Μουσών της Θεσσαλονίκης το 1942 από προσφυγική οικογένεια της Σμύρνης. Στη Σμύρνη ο παππούς του είχε φούρνο και το επίθετό τους τότε ήταν Φουρουτζής, δηλαδή φούρναρης. Μετά «μας είπανε Σουρούνηδες όταν κάψαν τα σπίτια μας και βγήκαμε στην προσφυγιά. Αυτό θα πει “σουρούνης”, ο πρόσφυγας, ο αλήτης, αυτός που δεν έχει κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του, αυτός που σέρνεται και υποφέρει» γράφει στην εξαιρετική μυθιστορηματική του αυτοβιογραφία με τίτλο «Το μονοπάτι στη θάλασσα» (Καστανιώτης 2006, βραβείο «Διαβάζω»).

Στο ίδιο βιβλίο περιγράφει γλαφυρά και την ταξική διαστρωμάτωση της πόλης όταν ήταν παιδί, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ενώ όλοι οι δρόμοι φτιάχνονται για να ενώνουν τους ανθρώπους, η Εγνατία τους χώριζε. Κανονικά θα ‘πρεπε οι αποπάνω να καλοζούν και οι αποκάτω ν’ αγκομαχάνε, όπως γινόταν μ’ εμάς όταν παίζαμε μακριά γαϊδούρα. Με την Εγνατία όμως γινόταν το ανάποδο. Από την πάνω μεριά οι φτωχοί κι από την κάτω οι πλούσιοι. Οι φτωχοί όλο ανηφόρες – κατηφόρες και οι πλούσιοι όλο στο ίσωμα».

Ο Αντώνης Σουρούνης είχε βραβευτεί και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995 για τον «Χορό των ρόδων» (Καστανιώτης), αν και πιο γνωστά είναι μάλλον κάποια κατοπινά του βιβλία, μεταξύ άλλων και το «Γκας ο γκάνγκστερ» (Καστανιώτης 2000). Είχε γράψει επτά μυθιστορήματα, έξι συλλογές διηγημάτων, ένα παραμύθι, ενώ είχε και αρκετές σκόρπιες συμμετοχές σε συλλογικά έργα. Στα θέματά του, επαγγέλματα του μόχθου αλλά και του περιθωρίου, το ταξίδι, η μετανάστευση.

Τα μυθιστορήματά του ήταν: «Ενα αγόρι γελάει και κλαίει» 1969, «Οι συμπαίχτες», Νέα Εγνατία 1977, «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι», Νέα Σύνορα – Λιβάνης 1985, «Πάσχα στο χωριό» (νουβέλα), Καστανιώτης 1991, «Ο χορός των Ρόδων», Καστανιώτης 1994 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995), «Γκας ο γκάνγκστερ», Καστανιώτης 2000, «Το μονοπάτι στη θάλασσα», Καστανιώτης 2006. Εγραψε και τις συλλογές διηγημάτων «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης», Υψιλον 1982, «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου», Νέα Σύνορα – Λιβάνης 1983, «Υπ’ όψιν της Λίτσας», Καστανιώτης 1992, «Μισόν αιώνα άνθρωπος», Καστανιώτης 1996, «Κυριακάτικες ιστορίες», Καστανιώτης 2002, «Νύχτες με ουρά», Καστανιώτης 2010.