Ανάμεσα στους πολλαπλούς εμφυλίους που σοβούν στην ελληνική κοινωνία –ιδιωτικός εναντίον δημόσιου τομέα, ευρωπαϊστές εναντίον εθνολαϊκιστών –ο θλιβερότερος, πιστεύω, είναι αυτός που φέρνει αντιμέτωπες τις γενιές. Τους κάτω των τριάντα με τους άνω των εξήντα.

Πρώτη εκδήλωσή του στάθηκε η νεολαγνεία, στην οποία διαπρέπουν συστηματικά οι δημαγωγοί. «Οι νέοι έχουν πάντα δίκιο! Ας αφουγκραστούμε τους νέους! Τόπο στα νιάτα!» είναι η σταθερή τους επωδός. Η κουτοπονηριά τους βγάζει μάτι. Ακόμα κι όσοι σαραντάρηδες δεν αισθάνονται σαν δύο εικοσάρηδες (στην ελαφρώς ξεχειλωμένη συσκευασία του ενός), θα έχουν σίγουρα παιδιά, ανίψια, βλαστάρια στα οποία έχουν εναποθέσει τις ελπίδες και τα απωθημένα τους. Κολακεύοντας απ’ το προεκλογικό μπαλκόνι ή από το τηλεοπτικό σου σόου τους μικρούς, κερδίζεις και τους μεγάλους. Τι κι αν ο Μάνος Χατζιδάκις επεσήμαινε ότι ανάμεσα στους νέους κάθε εποχής ελλοχεύουν και τα παντοειδή καθάρματα του μέλλοντος; Αφού εσύ εμπορεύεσαι αδίστακτα και τον Χατζιδάκι ακόμα, ως άλλοθι της ευαισθησίας που σου λείπει…

Δεύτερη ήρθε η στατιστική διαπίστωση. «Ο πληθυσμός της Ελλάδας γερνάει. Σε λίγες δεκαετίες οι συνταξιούχοι θα υπερβαίνουν αριθμητικά τους εργαζομένους. Θα δουλεύουμε για να πληρώνονται οι συντάξεις».

Επόμενο ήταν να ακολουθήσει η ρητή αντιπάθεια. Η χλεύη. Ο ρατσισμός. «Την Κυριακή κλειδώστε τους παππούδες μες στα σπίτια!» προέτρεπαν μισοαστεία μισοσοβαρά, παραμονές των εκλογών του 2012 και του 2015, εκείνοι που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν το καινούργιο. «Εάν αφαιρούσαμε την ψήφο από τους άνω κάποιας ηλικίας, οι αντιμνημονιακές δυνάμεις θα έφταναν το ογδόντα τοις εκατό!» υπολόγιζαν. Μετρούσαν άραγε στο στρατόπεδό τους και τη Χρυσή Αυγή; Θα έπρεπε.

Εμφανίστηκε τέλος και μια ανάλυση σοβαρού ανθρώπου σε σοβαρότατη εφημερίδα που ισχυριζόταν ότι οι γέροι ευνουχίζουν τους νέους χαρτζιλικώνοντάς τους. Οτι δεν τους αφήνουν να χειραφετηθούν, να χαράξουν τον δικό τους δρόμο, να πλάσουν τον δικό τους κόσμο. «Οπως σήμερα ασχολούμαστε ακόμα με τον Αρη Βελουχιώτη, σε τριάντα χρόνια θα μηρυκάζουμε τη δίκη του Ανδρέα Παπανδρέου και την καταδίκη του Τσοβόλα…» κατέληγε μέσες – άκρες.

Και θα φταίνε γι’ αυτό οι γέροι! Ανάθεμα αν έχω ακούσει πιο άδικη κατηγορία.

Απ’ την αυγή –και ενωρίτερα ακόμα –του πολιτισμού, οι γενιές των ανθρώπων συνυπήρχαν αγαστά, μοιραζόμενες ρόλους. Οι γονείς εξασφάλιζαν τη διατροφή και απέκρουαν τις εξωτερικές επιθέσεις. Οι δε παππούδες γαλουχούσαν τα παιδιά με παραμύθια. Ο γηραιότερος κάθε ευρείας οικογένειας καθόταν στην πιο περίοπτη θέση και απολάμβανε γενικού σεβασμού. Δεν ήταν πλέον παραγωγικός. Δεν τον βαστούσαν ίσως καν τα πόδια του. Συνέδεε όμως –με τις αναμνήσεις και με τα διδάγματά του –το παρελθόν που είχε χαθεί με το μέλλον, το οποίο δεν είχε ακόμα ανατείλει. Αποτελούσε έναν εφέστιο θεό εν ζωή.

Το κύρος των πρεσβυτέρων παρέμεινε αλώβητο επί χιλιετίες. Εως το τέλος του 19ου αιώνα, κάθε φέρελπις έλληνας πολιτικός θεωρούσε υποχρέωσή του να υποκλιθεί και να φιλήσει το χέρι του γεραρού Κωνσταντή Κανάρη. Μέχρι και σήμερα αναρίθμητοι από εμάς έχουν σημείο αναφοράς –ανάμνηση ανιδιοτελούς προσφοράς και άνευ ορίων τρυφερότητας –έναν παππού ή μια γιαγιά.

Ναι, ο πληθυσμός γερνάει. Ας κάνουμε λοιπόν περισσότερα παιδιά. Και ας ζητήσουμε βοήθεια από τους γονείς μας.

Ναι, η ζωή αλλάζει με εξωφρενική ταχύτητα. Ας ψάξουμε λοιπόν τον μπούσουλα στη συσσωρευμένη εμπειρία των παλαιότερων.

Ναι, οι αντιλήψεις εξελίσσονται. Ο,τι κάποτε αποτελούσε θέσφατο φαντάζει ίσως σήμερα έωλο. Η αντίθεση όμως προϋποθέτει τη θέση. Ακου προσεκτικά τη θέση από τα ρυτιδιασμένα χείλη κι έπειτα ανάτρεψέ την με το φρέσκο μυαλό σου.

Ναι, ο κόσμος μας αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες και ασύμμετρες απειλές. Δεν θα μας ήταν σήμερα ανεκτίμητη η συμβουλή των πρωτεργατών της ευρωπαϊκής ιδέας; Ποιος δεν θα λαχταρούσε ένα σχόλιο του Βίλι Μπραντ ή του Ντε Γκολ για την επικαιρότητα;

«Οποιος δεν έχει γέρο, πάει και αγοράζει» λέει μια κρητική παροιμία. Σοφή παροιμία.