Η ψηλάφηση της συνομιλίας και της πνευματικής σχέσης Γιώργου Σεφέρη και Στρατή Τσίρκα εγείρει χωρίς αμφιβολία ένα ενδιαφέρον πολύ πιο ζωηρό από αυτό που θα προκαλούσε κάθε ανάλογη ψηλάφηση της φιλικής και πνευματικής σχέσης ανάμεσα λ.χ. στον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό ή ανάμεσα στον Σεφέρη και τον Θεοτοκά. Επιχειρώντας κανείς την αποτίμηση του περιεχομένου και της σημασίας της φιλίας ανάμεσα στον Σεφέρη και τον Τσίρκα οφείλει να συνεκτιμήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας εποχής που την επικαθορίζουν δραστικά –τόσο πριν όσο και μετά τον πόλεμο –οι πάγιες «αξιώσεις» της ιστορικής και ιδεολογικής συνθήκης. Ειδικά μετά τον πόλεμο έχει σχεδόν επιβληθεί από τις στήλες των περιοδικών ένα καθεστώς σχηματικών διαχωρισμών σε «πνευματικά στρατόπεδα» που αντιπαρατίθενται, με φραστική οξύτητα και ιδεολογικό φανατισμό πολλές φορές, πάνω στα ζητήματα του κοινωνικού χρέους και της ευθύνης του πνευματικού ανθρώπου ή πάνω στην έννοια, το περιεχόμενο και την αποστολή της τέχνης. Στη σκιά μιας τέτοιας συμβατικής αντίληψης θα έκρινε κανείς ότι ο συγγραφέας των «Ακυβέρνητων Πολιτειών» είναι από τη μια ο μάχιμος αριστερός διανοούμενος της ιδεολογικής συνέπειας στο κοινωνικό και διεθνιστικό καθήκον του και από την άλλη ο αστός ποιητής της «Στροφής», ο κυρίαρχος εκπρόσωπος της Γενιάς του ’30 την οποία κατείχε εμμονικά η αγωνία μιας δημιουργικής συνομιλίας με την παράδοση και μιας ισόρροπης συνύπαρξης ελληνικότητας και ευρωπαϊκού πνευματικού πολιτισμού.

Η φιλία που βράδυνε ανάμεσα στον Σεφέρη και τον Τσίρκα φανερώνει πόσο σαθροί αποδεικνύονται στο πεδίο της πνευματικής ζωής οι κάθετοι διαχωρισμοί. Αρκεί να λάβει κανείς υπόψη το κείμενο με το οποίο ο Τσίρκας συμμετείχε το 1961 στο τιμητικό αφιέρωμα για τα τριάντα χρόνια της «Στροφής», στο οποίο υποδεικνύει τις εκλεκτικές συγγένειες που ιχνηλατούνται ανάμεσα στη «Λέσχη» και σε κάποια ποιήματα του Σεφέρη από τη συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’», αλλά και επιχειρεί έναν οργανικό συσχετισμό των ποιημάτων της συλλογής με τα γεγονότα της Μέσης Ανατολής στα χρόνια 1941-1944. Φαίνεται ότι οι πνευματικοί άνθρωποι, για να δανειστούμε και τα λόγια του Σεφέρη, συναντώνται αδιόρατα και ουσιαστικά στο «μυστικό συναπάντημα των νερών κάτω απ’ τον πάγο», πολύ μακριά από τα μέτρα της τρέχουσας λογικής και των πάσης φύσεως ιερατείων της εποχής τους. Το γεγονός προσυπογράφει εύγλωττα τόσο ο σεφερικός τίτλος «Ακυβέρνητες Πολιτείες» που επέλεξε να δώσει ο αιρετικός για την Αριστερά της εποχής Τσίρκας στη μυθιστορηματική τριλογία του όσο και η συνεχής παρουσία του σεφερικού λόγου σε θέση προμετωπίδας στους τρεις τόμους της τριλογίας.

Στην περιεκτική μελέτη του Γιώργου Γεωργή «Η συνάντηση Στρατή Τσίρκα και Γιώργου Σεφέρη – Μια φιλία που βράδυνε» καταγράφεται μια ευρεία αξιοποίηση και κριτική θεώρηση κειμενικού υλικού μέσα από το πεζογραφικό και ποιητικό έργο Σεφέρη και Τσίρκα, καθώς και μέσα από ημερολόγια, επιστολές, επίσημες ιστορικές καταγραφές και τεκμήρια, θεματικά διακείμενα ανάμεσα στις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» και στο ποιητικό έργο, τις «Μέρες και το Πολιτικό Ημερολόγιο» του Σεφέρη. Ξετυλίγεται βήμα βήμα το αφήγημα μιας σχέσης που πέρασε από διαφωνίες, αποτυχημένες απόπειρες προσέγγισης ή αποκατάστασης, επιχειρούμενες άρσεις παρεξηγήσεων, δισταγμούς (κυρίως από την πλευρά του Σεφέρη), αναβολές και αναστολές για να καταλήξει στα χρόνια της απριλιανής χούντας σε στενή φιλία και αμοιβαία εκτίμηση. Η φιλία τους εδραιωνόταν στην κοινή ιστορική εμπειρία τους κατά την περίοδο της Μέσης Ανατολής (γόνιμη λογοτεχνικά και για τους δύο), στην προϊστορία τής περίπου ομόλογης αντίληψής τους για το έργο του Καβάφη με πλήρη και θυμωμένη αποστασιοποίηση από την ερμηνευτική στρεβλωτική μονομανία του Τίμου Μαλάνου, στην κοινή βιωματικής υφής ευαισθησία τους για την οδύνη της προσφυγιάς, στις συγκλίνουσες και απροσχημάτιστες αντιδράσεις τους απέναντι σε φαινόμενα αδικίας, καιροσκοπισμού, οπισθόβουλων προθέσεων και έκπτωτων πολιτικών ηθών. Η Χρύσα Προκοπάκη παρατηρεί ότι «μένει κανείς κατάπληκτος όταν διαπιστώνει πόσο η εκτίμηση των γεγονότων από δύο ανθρώπους που τα βίωσαν χωριστά, από άλλη θέση και άλλη ιδεολογία, είναι κοινή».

Η αρχική τους διαφωνία ξεκινάει ως εξής: το 1942 ο Τσίρκας, που εκτιμά τον Σεφέρη παρά τις επιφυλάξεις της Αριστεράς, από τις στήλες του αριστερού περιοδικού της Αλεξάνδρειας «Ελλην» και με υποβόσκουσα την αντιπαράθεσή του με τον Τίμο Μαλάνο και τους λεγόμενους Νεοαλεξανδρινούς της λογοτεχνικής κριτικής, θα ασκήσει σφοδρή και άδικη κριτική στην εισαγωγή που έγραψε ο Σεφέρης την ίδια χρονιά στην έκδοση των «Ωδών» του Κάλβου από τους Νεοαλεξανδρινούς. Το κείμενο φάνηκε ότι ενόχλησε τον Σεφέρη. Το σκεπτικό του Τσίρκα ήταν ότι ο Σεφέρης επιχειρούσε μια φυγόμαχη μελέτη που στόχευε κυρίαρχα στην αισθητική και γλωσσική αποτίμηση χωρίς να κάνει καθόλου λόγο για τα ιδανικά της αρετής και της ελευθερίας, και το ιδεολογικό φορτίο που ενέχει η ποίηση του Κάλβου. Εκείνα τα χρόνια είναι πάγια η επιμονή της αριστερής διανόησης να προκρίνει το περιεχόμενο του πνευματικού έργου έναντι της μορφής, καθώς και την ιδεολογική και κοινωνική έναντι της αισθητικής λειτουργίας της τέχνης. Οι τύψεις για την επίθεση αυτή θα κατατρύχουν τον Τσίρκα για πολλά χρόνια παρά την έμμεση δημόσια ομολογία του κριτικού του σφάλματος για τον Σεφέρη. Σε άτιτλο και αχρονολόγητο κείμενό του που εντόπισε και δημοσίευσε η Χρύσα Προκοπάκη κάνει λόγο για «βαρύ κριτικό σφάλμα» και «χοντρά» από την πλευρά του «υπονοούμενα» για να καταλήξει στη διατύπωση: «ο φανατισμός (…) είναι κακός σύμβουλος: εκχυδαΐζει και ισοπεδώνει τα ζητήματα». Το 1943 χαρακτήριζε τον Σεφέρη «μεγάλο ποιητή και δημοκράτη». Το 1947, διατρέχοντας τον κίνδυνο να έρθει σε βαθιά ρήξη με την Αριστερά και την αντίληψή της για τον ποιητή και διπλωμάτη Σεφέρη, εκφράζει σε ομιλία του με θέμα την παρουσία του Εικοσιένα στην πεζογραφία τον γενικό ανυπόκριτο θαυμασμό του για τον ποιητή της «Στέρνας» και ειδικότερα για την προσέγγισή του στο συγγραφικό και γλωσσικό φαινόμενο «Μακρυγιάννης».

Η πρώτη θετική ανταπόκριση του Σεφέρη προς τον Τσίρκα ήταν όταν το 1959 ο δεύτερος του έστειλε το βιβλίο του «Ο Καβάφης και η εποχή του» και στη συνέχεια, το 1961, τη «Λέσχη» για να ακολουθήσει ανάμεσά τους μια συστηματική ανταλλαγή επιστολών και βιβλίων, ενώ θα εμπιστεύονται κείμενά τους ο ένας στον άλλον και θα επικοινωνούν τακτικά. Με την οριστική μετοίκησή του το 1963 στην Αθήνα, ο Τσίρκας θα ενταχθεί επίσημα πλέον στο στενό κύκλο των συνομιλητών του Σεφέρη χάρη και στη διαμεσολάβηση του χαρισματικού καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη.

Ο Τσίρκας συνέβαλε καθοριστικά στην ευρύτερη αποδοχή του Σεφέρη από τους κύκλους της αριστερής διανόησης. Επέδειξε θαυμαστή πνευματική γενναιότητα αναγνωρίζοντας το αναγνωστικό του σφάλμα και ερχόμενος σε αντιπαράθεση με τον φυσικό ιδεολογικό του χώρο και ουσιαστικά με την ίδια την εποχή του. Η επίσημη Αριστερά επέκρινε δημόσια τον αιρετικό Τσίρκα που βάδιζε με περίσκεψη τον δρόμο του πολιτικού του αυτοκαθορισμού περισσότερο προσανατολισμένος μεταγενέστερα στο πρότυπο του ιταλικού ευρωκομμουνισμού. Ο συγγραφέας, παρά τις ασφυκτικές κομματικές πιέσεις, αρνήθηκε να αποκηρύξει τη «Λέσχη», που είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στους κύκλους των αριστερών διανοούμενων, και υπέστη μοιραία τη διαγραφή του από το ΚΚΕ Αλεξάνδρειας το 1961.

Το «αγαπητέ κύριε Τσίρκα» έγινε «αγαπητέ μου Στρατή»

Το βασικό στοιχείο της φιλίας Τσίρκα και Σεφέρη, πέρα από την αμοιβαία εκτίμηση και τον σεβασμό (χαρακτηριστική είναι η συστολή του Τσίρκα κάθε φορά που γράφει στον Σεφέρη), είναι η ασυμβίβαστη πνευματική εντιμότητα που φθάνει έως και την αυτοϋπέρβαση. Ο Τσίρκας δεν διστάζει με περισσό θαυμασμό, παραβλέποντας δεσμεύσεις που επιβάλλει η επίσημη στράτευσή του στον χώρο της Αριστεράς, να αναγνωρίσει την υπεύθυνη «ηθική και αισθητική συνείδηση» του Σεφέρη και να χρησιμοποιήσει στίχους του ως υποβολείς της μυθιστορηματικής γραφής του. Θα δικαιωθεί ιστορικά για το γεγονός ότι χαρακτήρισε τον Σεφέρη δημοκράτη και αντιστασιακό όταν θα τον πείσει, ουσιαστικά αυτός, να προβεί το 1969 στην περίφημη δήλωσή του κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Θα δικαιωθεί ιστορικά με τρόπο οριστικό και αποστομωτικό όταν ο πρώτος τόμος του «Πολιτικού Ημερολογίου» του Σεφέρη θα δείξει με τον πλέον εναργή τρόπο πόσο οι καταγραφές του ποιητή του «Μυθιστορήματος», που δεν φειδόταν ανελέητης κριτικής για πρόσωπα και πράγματα, συνέπλεαν με το δικό του έργο. Ο Σεφέρης, από την άλλη, αναγνωρίζει τη συγγραφική αξία του Τσίρκα διαβάζοντας πρόθυμα και σημειώνοντας με σχολαστικότητα στο περιθώριο των σελίδων της τριλογίας που του στέλνει ο αιγυπτιώτης φίλος του. Παρά τη διαφωνία τους πάνω στην αποτίμηση του καβαφικού ποιήματος «Che fece…il gran rifiuto» εκδηλώνει, με μια διακριτική πάντα επιφυλακτικότητα και αυτοσυγκράτηση, την πρωτογενούς αυθεντικότητας αγάπη και εμπιστοσύνη του δασκάλου προς τον μαθητή εγκαταλείποντας σταδιακά την προσφώνηση «αγαπητέ κύριε Τσίρκα» για να υιοθετήσει την πιο οικεία «αγαπητέ μου Στρατή». Στον Τσίρκα οφείλεται η συμμετοχή του Σεφέρη με το ποίημα «Οι γάτες τ’ Αη Νικόλα» στον αντιδικτατορικό τόμο των «Δεκαοκτώ κειμένων», ποίημα που προτασσόταν συμβολικά και αξιολογικά στο σώμα των ρητά ή υποδόρια αντιστασιακών κειμένων που εκδόθηκαν το 1970 από τον Κέδρο. Το βιβλίο «Ο πολιτικός Καβάφης», που βρισκόταν στο τυπογραφείο το 1971, έσπευσε να το αφιερώσει στον νομπελίστα ποιητή με τη σημείωση: «Στη μνήμη του Γιώργου Σεφέρη που μαζί με πολλά άλλα με έμαθε να διαβάζω σωστότερα τον Καβάφη». Οταν η κηδεία του ποιητή της «Αρνησης» θα μετατραπεί σε αντιδικτατορικό συλλαλητήριο ο Τσίρκας θα συνοδεύσει ως μέλος της τιμητικής φρουράς το φέρετρο στο Α’ Νεκροταφείο. Το «μυστικό συναπάντημα των νερών κάτω απ’ τον πάγο» καταγραφόταν πια στην Ιστορία ως διδακτική υποθήκη πνευματικής παρρησίας.

Γιώργος Γεωργής

Η συνάντηση Στρατή Τσίρκα – Γιώργου Σεφέρη

Μια φιλία που βράδυνε

Εκδ. Καστανιώτη, 2016, Σελ. 128

Τιμή: 9,64 ευρώ