Τι εποχή και το καλοκαίρι! Σάμπως να δημιουργήθηκε για να κάνει τις αναμνήσεις πιο στέρεες, πιο νοσταλγικές, αλλά και να τους δίνει μιαν άλλη προοπτική που, χωρίς να ισοπεδώνει τα γεγονότα, να κάνει το τετριμμένο, πολλές φορές το «φθηνό», να αποκτά κάτι από την αίγλη του μύθου. Μια κοινότατη παραλία, όπως την έζησες πριν από πολλά χρόνια, να σου φαίνεται ασύγκριτη ως προς τη θάλασσά της σε σχέση με μια παραλία που έτυχε να γνωρίσεις πρόσφατα με μια θάλασσα πραγματικά απαράμιλλης ομορφιάς.

Παιχνίδια του μυαλού και της ψυχής, πρωτίστως όμως του χρόνου που όταν αναφέρονται σε ανθρώπους γίνονται ακόμη πιο αποκαλυπτικά σε σχέση με όσα μπορεί να σου προσφέρουν τόποι και θάλασσες ονειρεμένες. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για έναν συνδυασμό ανθρώπων και τόπων, και οι άνθρωποι είναι η Κατίνα Παξινού και η Βανέσα Ρεντγκρέιβ και οι «τόποι» το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και το αρχαίο θέατρο των Δελφών. Με την πρώτη να την έχεις δει ως Αγαύη στις «Βάκχες» το καλοκαίρι του 1962 και τη δεύτερη, μόλις έντεκα χρόνια πριν, το 2005, ως Εκάβη στις «Τρωάδες». Δύο παραστάσεις σε τέτοιο βαθμό καταχωρημένες μέσα σου που οποιαδήποτε και αν υπήρξαν τα πολιτικά γεγονότα τα αντίστοιχα καλοκαίρια να έχουν χάσει κάθε ενδιαφέρον, σχεδόν σαν να μην υπήρξαν.

Ομως αν το ανάστημα της Παξινού και το ανάστημα της Ρεντγκρέιβ είναι τόσο μεγάλο ώστε να μονοπωλεί σχεδόν αποκλειστικά τα καλοκαίρια που συνδέθηκαν μαζί τους, ποια δικαιολογία θα υπήρχε για το καλοκαίρι του 1955 ώστε να αισθάνεσαι πως αναπέμπει σχεδόν συνθηματικά ένα εντελώς άγνωστο όνομα, ακόμη και τότε, το όνομα Αλεκ Φοίβου; Μιας νεαρής τραγουδίστριας που ο κονφερανσιέ του υπαίθριου αναψυκτηρίου Κύματα στην παραλία του Βόλου την ανήγγελλε ως «την μπριόζα, την ανεπανάληπτη πρωταγωνίστρια των μουσικών σκηνών της Αθήνας», χωρίς για έναν ενήλικο να ήταν δύσκολο να καταλάβει πως αν η Αλεκ Φοίβου είχε συμβεί να ξανατραγουδήσει θα ήταν το πολύ πολύ σε κωμοπόλεις και χωριά της θεσσαλικής ενδοχώρας.

Να ‘ταν μήπως γιατί ζούσε ο πατέρας και η σιγουριά της παρουσίας του έκανε το καθετί για σένα να καταγράφεται μέσα σου ως πολύ δυνατό, αφού δεν θα ήταν δυνατόν η παρουσία αυτή να σε αφήσει εκτεθειμένο σε πράγματα που το μέλλον τους δεν θα προεξοφλούνταν ανεξίτηλο; Πώς γίνεται να αισθάνεσαι την Αλεκ Φοίβου συνδυασμένη με μια ευτυχία που δεν έτυχε να την ξαναγνωρίσεις, μια ευτυχία που ενδεχομένως θα ήταν άγνωστη ακόμη και για τα πιο συγγενικά της πρόσωπα, πρωτίστως όμως για την ίδια που θα ήταν αδύνατο ακόμη και να τολμήσει να φανταστεί ότι το όνομά της, 60 χρόνια αργότερα, θα τοποθετούνταν για μία έστω φορά δίπλα στα ονόματα της Παξινού και της Ρεντγκρέιβ;