Στις περισσότερες περιπτώσεις, το ψάρι στις ταβέρνες παρά θίν’ αλός είναι κατεψυγµένο. Η ντοµάτα άοσµη κι άγευστη. Η λακέρδα κονσέρβα. Και µένεις µε την ψευδαίσθηση ότι γεύεσαι το θαλασσινό ιώδιο επειδή το κύµα σκάει στα δαχτυλάκια των ποδιών σου. Είχα την τύχη την περασµένη εβδοµάδα να δειπνήσω σε δύο κλασικές ψαροταβέρνες οι οποίες προµηθεύονται τα ψάρια τους καθηµερινά από συγκεκριµένες τράτες. Και στις δύο η θάλασσα σου βρέχει τα χείλη και όχι τα νύχια.
Στο ίδιο (γευστικό) µήκος (θαλασσινού) κύµατος βρίσκεται η Ψιψίνα (ο κυρ Αρίστος) στο Παλαιό Φάληρο (Συνταγµατάρχου Ζησιµοπούλου 96, τηλ. 210-9819.072). Εδώ ξεκίνησα µε µία ψαρόσουπα που προσφέρουν σε φλιτζανάκι του τσαγιού για να σε καλωσορίσουν και καλά κάνουν! Ακολούθησαν ολόφρεσκες γυαλιστερές και κυδώνια. Σύντοµα δυστυχώς έπεσα στην εξής παγίδα: ήταν τόσο γευστική η ταραµοσαλάτα, µε υφή σαν µους, και τόσο καλές οι τηγανητές πατάτες, που πήρα διπλή µερίδα και από τη λαιµαργία µου φούσκωσα. Ωστόσο, τα µεθυστικά αρώµατα της κουζίνας µού προκαλούσαν ακατάσχετη σιελόρροια. Συνέχισα µε καλαµαράκι στη σχάρα, λίγο απίθανο τσίρο, ίσως τον καλύτερο που έχω δοκιµάσει τον τελευταίο χρόνο, και γαύρο µαρινάτο. Τιµής ένεκεν, επειδή έβλεπα σε όλα τα τραπέζια να πηγαίνει κριθαρότο µε γαρίδες, «χτύπησα» και ένα τέτοιο. Εντονες γεύσεις, περισσότερο από βούτυρο και τυρί και ελάχιστα από γαρίδα, σωστό ψήσιµο το κριθαράκι και αρκετές γαρίδες στο πιάτο. Τα ψάρια ηµέρας σπαρταράνε και η σχάρα του είναι εγγύηση για να τους δώσει τη γεύση που τους αξίζει.