Στο περί Δικαιοσύνης μέρος του κειμένου με τον τίτλο «Ενα Καινοτόμο Σύνταγμα» (ΚΣ) («Καθημερινή», 22.5.2016) περιέχονται διατάξεις με τις οποίες ανατρέπονται οι δύο βασικοί πυλώνες του ελληνικού δικαιοδοτικού συστήματος: ο διάχυτος δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, συνταγματικού βίου 140 ετών, και το σύστημα των δύο δικαιοδοσιών (πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων με ανώτατο τον Αρειο Πάγο και διοικητικών με ανώτατο το Συμβούλιο της Επικρατείας, για ορισμένα δε θέματα το Ελεγκτικό Συνέδριο) που προβλέφθηκε στο Σύνταγμα του 1927 και ολοκληρώθηκε σταδιακώς το 1983.

Στον διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας, με πατρίδα τις ΗΠΑ από το 1803, οποιοδήποτε δικαστήριο εξετάζει στην υπόθεση που κρίνει τη συνταγματικότητα των διατάξεων που τη διέπουν και δεν τις εφαρμόζει εάν τις κρίνει αντισυνταγματικές. Τέτοια κρίση ενός από τα ανώτατα δικαστήρια πρακτικώς ισχύει και για κάθε άλλη υπόθεση.

Αντίθετα, στον συγκεντρωτικό συνταγματικό έλεγχο, μόνο το Συνταγματικό Δικαστήριο (ΣΔ) μπορεί να κρίνει τέτοιο ζήτημα και να θέσει εκτός εννόμου τάξεως για κάθε υπόθεση τις αντισυνταγματικές διατάξεις. Το ζήτημα αυτό παραπέμπεται είτε με απόφαση δικαστηρίου που έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι αντισυνταγματικές οι διατάξεις οι οποίες διέπουν την υπόθεση που κρίνει, είτε προληπτικώς από πολιτειακά όργανα (βουλευτές, Πρόεδρος της Δημοκρατίας) μετά την ψήφιση του νόμου και πριν αυτός δημοσιευθεί.

Τα ΣΔ δημιουργήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη και μετά το 1989 στην Ανατολική σε χώρες όπου σε αντίθεση με την Ελλάδα και τις ΗΠΑ δεν υπήρχε προηγούμενος έλεγχος συνταγματικότητας. Θελήθηκε έτσι να αποφευχθούν πρόχειρες δικαστικές κρίσεις οιουδήποτε δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας διατάξεων που θέσπισε ο δημοκρατικά νομιμοποιημένος νομοθέτης, χωρίς όμως να αντιμετωπίζεται το ζήτημα της προχειρότητας δικαστικών κρίσεων περί συνταγματικότητάς τους και της προχειρότητας ακόμη και συνταγματικών διατάξεων όπως του ελληνικού Συντάγματος (βασικός μέτοχος, ασυμβίβαστο βουλευτών) που παραμερίστηκαν με αποφάσεις Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων.

Πλεονεκτήματα του διάχυτου ελέγχου: Είναι γενικότερος, δίνει πολλούς ερμηνευτικούς χρωματισμούς στους νόμους και στο Σύνταγμα ανάλογα με το πλήθος των περιστάσεων και ταχύτερος. Διότι παραπομπή στο ΣΔ σημαίνει καθυστέρηση και οικονομική επιβάρυνση με συνέπεια οι διάδικοι να αποφεύγουν να θέσουν θέμα αντισυνταγματικότητας, οπότε αποδυναμώνεται δραστικότατα ο έλεγχος. Αν δε το θέσουν, και πάλι θα υπάρχει καθυστέρηση γιατί το ΣΔ θα κατακλυσθεί από παραπομπές.

Το σύστημα των δύο δικαιοδοσιών λειτουργεί από πολύ παλαιά στις προηγμένες χώρες της ηπειρωτικής Δυτικής Ευρώπης με τις οποίες η ελληνική νομολογία και νομική επιστήμη ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένες. Υπάρχει γιατί ο δικαστικός έλεγχος της Διοίκησης είναι τελείως διαφορετικός εκείνου της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών και της εκδίκασης ποινικών υποθέσεων. Και ο αποτελεσματικός δικαστής είναι ο εξειδικευμένος.

Ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει από το 1982 εκθέσει και την άποψη ότι συνταγματική αναθεώρηση –η οποία ελέγχεται δικαστικώς –επιτρέπεται μόνο αν δεν συνεπάγεται την αποδιοργάνωση της διοικητικής Δικαιοσύνης και ιδίως του ΣτΕ (1). Το ΚΣ όμως καταργεί τις δύο δικαιοδοσίες και τα επικεφαλής τους ανώτατα δικαστήρια δημιουργώντας ενιαία δικαιοδοσία με ένα Ανώτατο Δικαστήριο (ΑΔ) που είναι και Συνταγματικό, στο οποίο τα δικαστήρια θα παραπέμπουν τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Τα δύο τρίτα των μελών του είναι ισόβιοι δικαστές και το υπόλοιπο ένα τρίτο νομικοί εγνωσμένης πείρας που επιλέγονται από το σύνολο των μελών του. Αυτά με τη συνοπτικότατη αιτιολογία ότι δεν θα υπάρχουν συγκρούσεις δικαιοδοσίας και καθυστερήσεις ενώ θα διασφαλίζεται η ενότητα της νομολογίας και θα ανέβει το επίπεδο των δικαστών.

Πέρα όμως από το κορυφαίο αυτό ζήτημα που θέτει η προαναφερόμενη άποψη:

α) Παρά την κατάργηση των ανώτατων δικαστηρίων το ΚΣ δέχεται την ύπαρξη εξειδικευμένων τμημάτων στο ΑΔ, άρα και στα κατώτερα δικαστήρια. Συνεπώς η ενιαία δικαιοδοσία σημαίνει ουσιαστικά απλώς συστέγαση των υπαρχόντων σήμερα δικαστηρίων δύο δικαιοδοσιών, οπότε προς τι η κατάργησή τους;

β) Οι δύο δικαιοδοσίες καμία δεν έχουν σχέση με την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης. Απόδειξη ο τεράστιος ωκεανός αμιγώς διοικητικών –π.χ. φορολογικών –ή αμιγώς αστικών ή ποινικών υποθέσεων, ενώ οι συγκρούσεις δικαιοδοσιών είναι σταγόνα. Εξάλλου το Σύνταγμα προβλέπει ότι για την ενιαία εφαρμογή τής αυτής νομοθεσίας δικαστήρια μιας δικαιοδοσίας μπορούν να κρίνουν υποθέσεις άλλης.

γ) Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης οφείλεται στην πολυπλοκότητα και διαρκή μεταβολή της νομοθεσίας, προϊόντος του πελατειακού συστήματος, στην ανεπαρκή τεχνολογική οργάνωση των δικαστηρίων, στις πολυτελείς δικονομικές διατάξεις και, στις υποθέσεις διοικητικής δικαιοδοσίας, και στο χαμηλό επίπεδο και την αναποτελεσματικότητα της Διοίκησης.

Στους λόγους αυτούς θα προστεθούν και οι ανωτέρω καθυστερήσεις λόγω παραπομπής στο ΑΔ.

δ) Το επίπεδο της Δικαιοσύνης είναι υψηλό και μάλιστα εκείνο του ΣτΕ: Στους κόλπους του οι δικαστές εξελίσσονται από την αρχική μέχρι την τελική βαθμίδα και «έχει εξελιχθεί σε οιονεί συνταγματικό δικαστήριο με δικαστές υψηλού επιστημονικού επιπέδου» (2). Το ΚΣ είναι η αποκορύφωση προσπαθειών για την αποδυνάμωση του ΣτΕ που άρχισαν το 1993 και απέτυχαν κατά την αναθεώρηση του 2008 κατά την οποία προτάθηκε η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.

ε) Στους νομικούς εγνωσμένης πείρας περιλαμβάνονται και δικηγόροι ή καθηγητές Νομικής που είναι ή ήταν και πολιτικοί, προσδίδοντας έτσι στο ΑΔ πολιτικό χρώμα, πολύ δε περισσότερο γιατί τους επιλέγει το ίδιο.

Μη γνωρίζοντας το κείμενο του ΚΣ, στη συντακτική ομάδα του οποίου δεν υπάρχει δικαστής, οι Α. Μανιτάκης, Π. Πικραμμένος και Ε. Βενιζέλος συμφώνησαν ότι το Σύνταγμα δεν αποτελεί τη βασική αιτία της κρίσης την οποία άντεξε, ότι ο κίνδυνος του συνταγματικού λαϊκισμού ελλοχεύει με την αυταπάτη ότι θεμελιώδη προβλήματα μπορούν να λυθούν με συνταγματική αναθεώρηση και ότι δεν αποφεύγεται νέα κρίση αν αλλάξουν οι θεσμοί.

Στα προαναφερόμενα θέματα της Δικαιοσύνης, το ΚΣ εγγράφεται στη νεοελληνική παράδοση καταστροφής επιτυχημένων θεσμών και παραδόσεων, προσθήκης νέων προβλημάτων και διαιώνισης υπαρχόντων. Και η χούντα με το Σύνταγμα του 1968 δημιούργησε ΣΔ αλλά διατήρησε τις δύο δικαιοδοσίες, δηλαδή και το ΣτΕ, το μόνο που της αντιτάχθηκε το 1969.

(1). Η συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακροάσεως, σσ. 158-159.

(2). Ν. Αλιβιζάτος, ΤΑ ΝΕΑ, 18.9.2001.

Ο Νικόλαος Ρόζος είναι επίτιμος αντιπρόεδρος ΣτΕ, δρ Νομικής