Αξίζει τον κόπο να υπογραμμιστεί κάτι, για όσους δεν το έχουν προσέξει. Αποκαλύπτει με τον πιο ηχηρό τρόπο ότι την απάνθρωπη κοινωνία μας την κάνουν πολλές φορές ακόμη πιο ανυπόφορη τα ίδια, τα πρώτα τη τάξει, θύματά της. Σε δρόμους και σε διασταυρώσεις δρόμων που θα τις χαρακτηρίζαμε ως τόπους διέλευσης μιας ακμαίας –ή εν πάση περιπτώσει που δεν έχει ακόμη καταρρεύσει –οικονομικά τάξης θα συναντήσεις ανθρώπους που η παράκλησή τους για βοήθεια τελειώνει με τις λέξεις: «Κύριε, δεν είμαι ναρκομανής».

Φαίνεται να μην έχουν υπολογίσει λάθος αυτοί οι μη ναρκομανείς επαίτες, αφού σε κανένα πρόσωπο από αυτά στα οποία απευθύνονται –άσχετα αν βάζουν ή δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη –δεν θα δεις την έκπληξη ή την κατάπληξη που θα έπρεπε να προκαλεί το γεγονός ότι είναι δυνατόν άνθρωποι που υποφέρουν να πιστεύουν πως οι ναρκομανείς δεν υποφέρουν ή αν υποφέρουν είναι πολύ λιγότερο σε σχέση με τους ίδιους και επομένως δεν έχουν ανάγκη από βοήθεια. Ή, ακόμα χειρότερο, να κάνουν τους ενδεχόμενους ελεήμονες να σκεφθούν πως οι ναρκομανείς καταχρηστικώς υπάρχουν ώστε δεν αξίζουν κανενός είδους βοήθεια.

Βεβαίως θα ήταν δύσκολο ο καθένας που ακούει την επίκληση «Κύριε, δεν είμαι ναρκομανής» να εξεγείρεται ή να συμβουλεύει τον «καθαρό» στις ανάγκες του επαίτη να επιλέξει έναν λιγότερο απάνθρωπο τρόπο για να συγκινεί τους άλλους. Μια αντίστοιχη εκπαιδευτική πρόθεση που θα παρατηρούνταν σε σύνολα ανθρώπων δεν θα είχε επιτρέψει να εκτραχυνθούν τόσο τα πράγματα ώστε να συζητιούνται ως αποκαλυπτικές αυτονόητες αλήθειες. Οσο κι αν αδυνατεί να αντιληφθεί κανείς πως όταν οι ανάγκες γίνονται τεράστιες και η απόγνωση που προκαλούν δείχνει πως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά η επαιτεία, θα έπρεπε να παραμένει αδιανόητο ή μάλλον αποκρουστικό το να μετέρχεται οποιοσδήποτε τις ανάγκες ως ένα είδος που μπορεί να δικαιολογεί τις διαβαθμίσεις.

Για διαβαθμίσεις των αναγκών μπορούμε να μιλάμε από ένα επίπεδο και πάνω, όχι όταν η συνθήκη της εξαθλίωσης με οποιαδήποτε μορφή τούς έχει περιλάβει όλους μέσα της. Διαφορετικά είναι σαν να διαβαθμίζεται η εξαθλίωση και να ισχυρίζεσαι ότι άλλοι εξαθλιωμένοι διατηρούν την αξιοπρέπειά τους, άρα δικαιούνται να βοηθηθούν, ενώ άλλοι έχουν τόσο εξευτελιστεί ώστε η βοήθεια που θα τους δοθεί να λογαριάζεται ως χαμένη υπόθεση. Μπορεί να υπάρχουν διαβαθμίσεις στην έννοια της αξιοπρέπειας ή της αναξιοπρέπειας, όταν όμως οι άνθρωποι έχουν γίνει χωρίς να ευθύνονται οι ίδιοι –τουλάχιστον σε έναν μεγάλο βαθμό –αναξιοπρεπείς, την ιδιοποίηση των διακρίσεων την παρακολουθούν αναπόφευκτα δύο τεράστια δεινά.

Το μεν πρώτο είναι να μεταβάλλονται μεταξύ τους σε εχθροί άνθρωποι που θα έπρεπε να αισθάνονται ενωμένοι σαν μια γροθιά. Το δε δεύτερο, ότι για να νομιμοποιείται το καθεστώς των διακρίσεων σε χώρους όπου περισσεύει η οδύνη και κυριαρχεί η αγωνία για τη σκέτη επιβίωση, εξίσου νομιμοποιείται η επιδεινωμένη λειτουργία του σε χώρους όπου δεν δοκιμάζεται το σώμα αλλά η ψυχή του ανθρώπου.