Ο Μαρξ το είχε πει, νομίζω, κάπως έτσι: Κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει μια μαζική αυταπάτη αν δεν είναι ο ίδιος το πρώτο θύμα της. Από αυτή την άποψη, η πολυσυζητημένη ρήση Τσίπρα –«μπορείτε να μας κατηγορήσετε για αυταπάτες, όχι ότι δεν τιμήσαμε την εντολή και είπαμε ψέματα, κύριε Μητσοτάκη» –θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μια ενδιαφέρουσα στιγμή αυτογνωσίας. Ισως και ως μια πολύ πολύ ντροπαλή αυτοκριτική.

Ο Μαρξ, βέβαια, δεν είχε κατά νου τα αντιμνημονιακά έπη που φλόγισαν τις ελληνικές καρδιές αυτά τα χρόνια, ούτε τη διαπραγματευτική οδύσσεια της περυσινής χρονιάς. Για τη θρησκεία μιλούσε. Για «το όπιο του λαού», τον «λυγμό της καταπιεσμένης ανθρώπινης ύπαρξης». Οι παπάδες για τον Μαρξ –όπως θα ανακαλύψετε σε κάθε μαρξικό compendium δι’ αρχαρίους –δεν είναι απατεώνες που εξαπατούν το ποίμνιο. Μετέχουν και οι ίδιοι ειλικρινά της πίστης που κηρύττουν. Αλλιώς δεν θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αυτή τη σχέση συνενοχής με το ακροατήριο, που απαιτείται ώστε να λειτουργήσει αποτελεσματικά η αναγκαία και παρηγορητική ως όπιο αυταπάτη. Κι αν καλούσε τους μαθητές του ο γερο-Κάρολος να αποκαλύπτουν και να πολεμούν τις αυταπάτες δεν ήταν για να καταδικάσει τους ανθρώπους να ζουν στη δυστυχία τους, δίχως την παρηγοριά της αυταπάτης. Αλλά για να τους βοηθήσει να αλλάξουν τις συνθήκες δυστυχίας που έκανε την προσφυγή στο όπιο, στις αυταπάτες, αναγκαία για την επιβίωση. Να υποκαταστήσουν τη θρησκεία με την πολιτική –τους καλούσε. «Να κάνουμε την πολιτική θρησκεία μας» ζητούσε. Κι ούτε που θα του περνούσε από το μυαλό πως κάποιοι –στο όνομά του –θα έκαναν το ακριβώς αντίθετο. Θα έκαναν τις αυταπάτες πολιτικό πρόγραμμα.

Ας αφήσουμε λοιπόν τον Μαρξ στην ησυχία του. Η τραυματική πολιτική εμπειρία του 2015, η τραγωδία της αυταπατώμενης διαπραγμάτευσης και το δραματικό της φινάλε έχουν λιγότερη σχέση μαζί του και περισσότερη με τον Πάουλο Κοέλιο, αγαπημένο συγγραφέα των ευαίσθητων κοριτσιών. Και με την περίφημη ρήση του, πως αν επιθυμείς κάτι πάρα πολύ το Σύμπαν θα συνωμοτήσει ώστε να συμβεί.

Με αυτήν την εκδοχή μαγικής σκέψης οδηγό και με αρχιερέα της τον απίθανο Γιάνη Βαρουφάκη, αυθεντικό μαθητή του Κοέλιο όχι του Μαρξ, οργανώθηκε η περυσινή διαπραγμάτευση. Το είπε προχθές ο ίδιος πολύ ωραία: είχε συμφωνήσει, λέει, με τον Τσίπρα να απειλεί τους Ευρωπαίους «κεκλεισμένων των θυρών». Με την εδραία πεποίθηση ότι αν ζωστούμε τα ομόλογά τους εκρηκτικά στη μέση μας και απειλήσουμε να τα κουρέψουμε, να βαρέσουμε κανόνι, να ανατιναχθούμε φορώντας τα κι αν είμαστε μέχρι τέλους πειστικοί στην απειλή μας, αν δείξουμε στο Σύμπαν ότι το θέλουμε πολύ, εκείνο θα συνωμοτήσει και οι Ευρωπαίοι θα τρομάξουν τόσο, ώστε να μας ανοίξουν τις πύλες ενός κρυφού παραδείσου, τον οποίο ούτε οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι γνώριζαν ότι υπάρχει.

Οσα συνέβησαν από τον περασμένο Ιούλιο και ύστερα επέτρεπαν την ελπίδα ότι εκείνοι που είχαν επιλέξει τον Βαρουφάκη ως μάγο – διαπραγματευτή είχαν πια απαλλαγεί από τις «αυταπάτες», είχαν βγει από το σύμπαν της μαγικής σκέψης για να μπουν στον κόσμο του ρεαλισμού. Αποδείχθηκε ότι αυτή η μετάβαση δεν είναι τόσο εύκολη, δίχως αναταράξεις και πισωγυρίσματα. Παίρνει χρόνο. Από τις 24 Μαΐου κι ύστερα θα μάθουμε, πιστεύω, αν επιτέλους συντελέστηκε και ο Μαρξ απαλλάχτηκε από τη σκιά του Κοέλιο.

Θα βοηθούσε, πάντως, και μια πιο ειλικρινής και ολοκληρωμένη αυτοκριτική. Αναγνώριση του λάθους. Αν αυτό τους βοηθά, σπεύδω να τους παρηγορήσω: η ικανότητα να παραδέχεσαι το λάθος και να ομολογείς πως άλλαξες γνώμη είναι γνώρισμα των μεγάλων πολιτικών. Στο οπισθόφυλλο ενός βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε, ο Γ. Στεφανάκης θυμίζει μια ωραία φράση από αγόρευση του Ελευθερίου Βενιζέλου: «Ισως εκείνος που ευκολώτερον μεταπείθεται από τας από του βήματος τούτου συζητήσεις, είμαι εγώ. Δεν έδειξα ποτέ επιμονήν εις τας αντιλήψεις μου… Είμαι πρόθυμος να μεταβάλω γνώμην όταν νομίζω ότι πλανώμαι».