Ποιος είναι ο υπεράνω όλων στόχος στην οικονομία, ο οποίος, αν εκπληρωθεί, θα απελευθερώσει τη χώρα από τα δεσμά της;

Είναι η μείωση του χρέους, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης ή και τα δύο μαζί; Ή μήπως αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι ένα δίπολο κυβέρνησης – αντιπολίτευσης που θα εκπέμπει εμπιστοσύνη ότι διαθέτει τις ικανότητες και την πολιτική ωριμότητα να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να λαμβάνει ρεαλιστικές αποφάσεις στην οικονομική πολιτική;

Η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ξόδεψε οκτώ ολόκληρους μήνες ώσπου να ομολογήσει στους ψηφοφόρους της την αυταπάτη της βασικής προεκλογικής υπόσχεσής της για κούρεμα του χρέους. Η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ταυτίστηκε εξ ολοκλήρου με τη ρητορική τής προηγούμενης κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ για την ανάγκη διευθέτησης του χρέους μέσω της επιμήκυνσής του. Προεκλογικά συμμάχησε ακόμη και με τον διάβολο, υιοθετώντας πλήρως ως πειστήριο για την ορθότητα της ρητορικής της τα συμπεράσματα έκθεσης του ΔΝΤ για την ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Και μετεκλογικά ο Αλέξης Τσίπρας σε κάθε ομιλία του ζητούσε από την κοινωνία και το ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ να πιουν το πικρό ποτήρι της αξιολόγησης ώστε να ανοίξει το κεφάλαιο του χρέους.

Το ΔΝΤ όμως από σύμμαχος ξανάγινε ο εχθρός για την κυβέρνηση, όταν αποφάσισε να ζητήσει να ληφθούν αποφάσεις σε ένα πακέτο για την αξιολόγηση και το χρέος της Ελλάδας. Και αυτό προκειμένου οι ελαφρύνσεις στο χρέος να επιτρέψουν τη μείωση του λογαριασμού των δύσκολων μέτρων της αξιολόγησης, ώστε να καταστεί πολιτικά διαχειρίσιμη για την κυβέρνηση, όπως προκύπτει από την περίφημη συνομιλία Τόμσεν – Βελκουλέσκου. Ωστόσο, κάθε αίτημα για μείωση του χρέους τώρα ισοδυναμεί με γροθιά στο στομάχι για την καγκελάριο Μέρκελ και το γερμανικό Κοινοβούλιο.

Κάπως έτσι, το κυβερνητικό αφήγημα περί ανάγκης διευθέτησης του χρέους εξοστρακίστηκε στο απώτερο μέλλον.

Η κυβέρνηση, τώρα, βιάζεται για να κλείσει την αξιολόγηση. Αλλά στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, τα σενάρια για μια συμφωνία «μισή» με τους δανειστές φαίνεται ότι αποκτούν προβάδισμα. Μια συμφωνία που θα προβλέπει την ψήφιση των φόρων και των περικοπών στις συντάξεις για τα οποία συμφωνούν όλες οι πλευρές, θα αφήνει ανοικτά άλλα δύσκολα μέτρα για να ληφθούν αργότερα και θα σπρώχνει πιο πίσω το θέμα του χρέους. Ο,τι πρέπει δηλαδή για να συνεχισθεί η εικόνα αναξιοπιστίας που καταδικάζει τη χώρα. Και να πληρώσουμε ακόμη πιο ακριβά στο τέλος.