Η συμφωνία κυβέρνησης θεσμών για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων είναι μια εξέλιξη που γυρίζει σελίδα στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Πλέον και με τον νόμο στην εγχώρια αγορά μπαίνουν τα ξένα funds, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν –και να πουλήσουν –επισφαλή δάνεια.

Σε συνδυασμό μάλιστα με την απελευθέρωση των πλειστηριασμών των ακινήτων, έστω και υπό προϋποθέσεις, αλλάζουν πλέον άρδην τα δεδομένα στις σχέσεις των τραπεζών με τους πελάτες τους.

Και στις δύο όμως περιπτώσεις, η συμφωνία προβλέπει μια αρκετά μεγάλη περίοδο προσαρμογής, κατά την οποία οι δανειολήπτες έχουν τη δυνατότητα να διευθετήσουν τις οφειλές τους.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το κλειδί της υπόθεσης. Οι τράπεζες και η κυβέρνηση γνωρίζουν πολύ καλά ότι σημαντικό ποσοστό των δανειοληπτών δεν πληρώνουν όχι επειδή δεν έχουν αλλά επειδή μπορούν να το κάνουν. Πρόκειται δηλαδή για συνειδητούς κακοπληρωτές, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια καλύπτονταν πίσω από τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου. Στη στεγαστική πίστη, το ποσοστό αυτό υπολογίζεται ανάμεσα στο 20% και το 30%.

Οσο για τα επιχειρηματικά δάνεια, υπάρχουν ουκ ολίγες περιπτώσεις επιχειρηματιών που βασίζονταν για χρόνια στον τραπεζικό δανεισμό, δίχως να βάζουν το χέρι στην τσέπη.

Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, η αλλαγή στα δεδομένα θα φέρει άμεση αντίδραση από αυτή την ομάδα των δανειοληπτών. Ηδη στη στεγαστική πίστη αρκετοί είναι εκείνοι που έχουν σπεύσει να ρυθμίσουν τις οφειλές τους, υπό τον φόβο ότι θα χάσουν το σπίτι τους.

Αντίστοιχα, στην επιχειρηματική πίστη ουκ ολίγοι ιδιοκτήτες αναμένεται να στηρίξουν την εταιρεία τους και μέσω της προσωπικής τους περιουσίας, προκειμένου να την κρατήσουν.

Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, το αποτέλεσμα θα είναι σαφώς πιο άμεσο σε σχέση με την πώληση των δανείων. Και αυτό γιατί, από τη στιγμή που θα ρυθμιστούν, οι οφειλές παύουν να είναι κόκκινες και έτσι οι τράπεζες μπορούν να εντάξουν το σύνολο του ποσού πάλι στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια και όχι να πουλήσουν την οφειλή για ένα μικρό ποσοστό του αρχικού χρέους.