Προσωπικά δεν συγκινούμαι από την αλληλογραφία διάσημων λογοτεχνών. Ο,τι γράφεται εκεί γράφεται με το μυαλό στους μελλοντικούς θαυμαστές και μελετητές που θα το διαβάσουν, γι’ αυτό υπάρχει μπόλικη επιτήδευση. Αλλά η «Νεανική αλληλογραφία 1954 – 1960» ανάμεσα στον Βασίλη Βασιλικό και τον Μένη Κουμανταρέα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος, είναι διαφορετική περίπτωση. Δύο εικοσάρηδες νέοι, στο ξεκίνημα της φιλίας και της συγγραφικής καριέρας τους, γυρεύουν στήριγμα ο ένας στον άλλον για να εξομολογηθούν τις σχετικές με το γράψιμο αγωνίες τους, τις ιδέες, τις αμφιβολίες και τους φόβους τους, τα εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν, όλα αυτά με συνείδηση ότι ζουν σε μια μίζερη, επαρχιώτικη κοινωνία (ο ένας στην ελαφρή Αθήνα, ο άλλος στην ομιχλώδη Θεσσαλονίκη). Υπάρχει στις επιστολές τους πολλή νεανική αφέλεια αλλά και πρόωρη ωριμότητα, ενθουσιασμός αλλά και αίσθημα ασφυξίας, λυρικοί τόνοι αλλά και χιούμορ. Κάπως κουμπωμένος ο Κουμανταρέας, πιο «χύμα» ο Βασιλικός (μερικά πράγματα δεν αλλάζουν στον άνθρωπο), έχουν ωστόσο και οι δύο ήδη μια ποιότητα σκέψης και μια αναμφισβήτητη ειλικρίνεια.

Το παράδοξο είναι ότι ο Κουμανταρέας, παρότι δεν έχει δημοσιεύσει ακόμη τίποτα, φαίνεται να έχει αρχικά πιο ώριμη λογοτεχνική ματιά από τον Βασιλικό, που έχει ήδη προσεχτεί ως συγγραφέας από τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Αποκορύφωμα οι εξαιρετικά λεπτές και διεισδυτικές παρατηρήσεις – αντιρρήσεις που διατυπώνει σε μια μακρά επιστολή του από το 1956 για την πρώτη γραφή του «Θύματα ειρήνης» του φίλου του. Αλλά και ο Βασιλικός, που γράφει κάπου την ωραία φράση «Είμαι ένας παθιασμένος λάτρης των πραγμάτων, του υπαρκτού κόσμου, μέσα σ’ ένα θάμπος unreality», θα φανερώσει αργότερα οξύ ποιητικό αισθητήριο, όταν, γράφοντας στον Κουμανταρέα από την Αμερική το 1960, του εξηγεί λεπτομερώς γιατί οι ποιητικές απόπειρές του είναι ανεπιτυχείς, προτρέποντάς τον έμμεσα να αφοσιωθεί στην πεζογραφία. Κρίμα που μαζί με τη νεανική αθωότητα οι περισσότεροι συγγραφείς χάνουν και την κριτική ειλικρίνειά τους.

Πολύ ενδιαφέρων είναι και ένας τόμος με δοκίμια του Βασιλικού (και μερικά άλλων γι’ αυτόν), συνεντεύξεις, ομιλίες του κ.λπ., που βγήκε από τις εκδόσεις Gutenberg με τον χαρακτηριστικά «διακειμενικό» τίτλο «Περί λογοτεχνίας και άλλων δαιμονίων». Μπορεί η λογοτεχνία να είναι ο έρωτας του Β.Β., αλλά η «λογοτεχνίτιδα» (σύμφωνα με έναν δικό του όρο) τον απωθεί. Ιδιοφυής, πληθωρικός, κοσμοπολίτης συγγραφέας με έντονο ωστόσο αίσθημα εντοπιότητας, εκφράζει συχνά πρωτότυπες έως ζωογονητικά αιρετικές ιδέες για τη γραφή, την ελληνική λογοτεχνική παράδοση, τη σχέση της Ελλάδας και του έλληνα συγγραφέα με τον κόσμο. Το «Περί λογοτεχνίας…» είναι κατά κάποιον τρόπο η ποιητική του, που συνοψίζει τα γνωρίσματα της συγγραφικής προσωπικότητάς του.

Καθώς ο Β.Β. έχει μια (ομολογημένη) κλίση προς τη θεατρική δομή του λόγου, τα πιο απολαυστικά και αποκαλυπτικά κομμάτια του βιβλίου είναι οι συνεντεύξεις του. Λυπάμαι όμως που λείπει η, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότερη όλων, αυτή που έδωσε στον Γιώργο Χουλιάρα για το αγγλόγλωσσο περιοδικό «Aegean» (τεύχος 8, 1990). Θα μπορούσε να έχει προστεθεί στην έκδοση μεταφρασμένη. Σε αντιστάθμισμα, υπάρχουν οι έξι σπαρταριστές φανταστικές συνεντεύξεις του με τεθνεώτες κλασικούς των ελληνικών γραμμάτων, όπου με τη δραματική ειρωνεία ενός Καβάφη λέγονται πολύ ερεθιστικά πράγματα.