Ο κ. Τσίπρας αναποδογύρισε μόνος του και με πρωτόγνωρη πολιτική αδεξιότητα την κλεψύδρα του χρόνου της εξουσίας. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 είχε με το μέρος του ορισμένα σπάνια πλεονεκτήματα που διέθετε ποτέ έλληνας πρωθυπουργός. Δεν χρειαζόταν να πείσει την κοινή γνώμη για την κρίσιμη κατάσταση της χώρας. Ήταν ο μόνος αρχηγός που είχε ισχυρά θεμέλια υποστήριξης για την ηγεσία του, καθώς δεν έφερε προηγούμενα κυβερνητικά βάρη, είχε εκφράσει καλύτερα από κάθε άλλον με όρους λαϊκισμού το αίτημα αλλαγής της παλαιάς πολιτικής τάξης και της έκφρασης του «απλού» πολίτη και πέτυχε τη διενέργεια εκλογών σε χρόνο που δεν επέτρεπε την ανασύνταξη των αντιπάλων.

Πέτυχε, λοιπόν, ο κ. Τσίπρας να ενσωματώσει τα διάχυτα αισθήματα αγανάκτησης και έλλειψης εμπιστοσύνης των πολιτών (τα οποία εντέχνως καλλιέργησε) και να τα εκφράσει μέσα σε ένα κοινοβουλευτικό πλαίσιο. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αποτέλεσε σημαντικό τεστ αντοχής του πολιτικού συστήματος της χώρας. Η μεταβίβαση της εξουσίας έγινε με τρόπο ομαλό από τα άλλοτε κραταιά κόμματα εξουσίας σε ένα κόμμα-εφεδρεία σε μία εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή. Εντυπωσιακή ήταν και η ευρύτερη κοινωνική αποδοχή της νέας κυβέρνησης, όπως επιβεβαιώνουν τα μετεκλογικά δημοσκοπικά στοιχεία.

Ωστόσο, ακολούθησαν τρία βασικά σφάλματα του ίδιου του κ. Τσίπρα που υπονόμευσαν τις προϋποθέσεις της ηγεσίας του. Πρώτον, με τον τρόπο κατανομής των θέσεων ευθύνης σε πρόσωπα που είχαν τη δική τους πολιτική ατζέντα (είτε λόγω προσωπικής ιδιοσυγκρασίας, είτε λόγω ιδεολογικών αντιλήψεων) δεν είχε πλέον τη δυνατότητα για ένα συνεκτικό κυβερνητικό πρόγραμμα. Δεύτερον, με την κυβερνητική σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ απαξίωσε τη σημασία της διακομματικής συναίνεσης και την υπέρβαση της διαίρεσης μνημονιακών-αντιμνημονιακών και επέμεινε σε μία λαϊκιστική και ευρω-σκεπτικιστική τακτική. Τρίτον, υιοθέτησε υπερβολικές και ανεδαφικές διεκδικήσεις έναντι των εταίρων, πολλές από τις οποίες μόνον έπειτα από αναθεώρηση των Συνθηκών θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συνολική κριτική κατά της θεσμικής λειτουργίας της ευρωζώνης.

Το γενικότερο πρόβλημα της ηγεσίας Τσίπρα είναι η άτεχνη διαχείριση του πολιτικού κεφαλαίου που διέθετε η κυβέρνηση που έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή κατασπατάλησή του. Επιστέγασμα των παραπάνω υπήρξε η επιλογή για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Μίας αναμφισβήτητα δημοκρατικής επιλογής, η οποία έχει νόημα όταν διεξάγεται στο σωστό χρόνο (π.χ. μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου) και όταν τίθεται ένα σαφές ερώτημα που επιτρέπει την καταφατική ή απορριπτική στάση των εκλογέων και καθοδηγεί την κυβερνητική δράση. Πάντως, σε καμία περίπτωση όταν μία κυβέρνηση έχει διανύσει ένα μακρύ δρόμο διαπραγματεύσεων (και υποχωρήσεων) και όταν είναι άμεσα αισθητές οι αρνητικές επιπτώσεις της επιλογής που αυτή υποστηρίζει.

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η ηγεσία Τσίπρα διατήρησε ψηλά στην ευρωπαϊκή και διεθνή ατζέντα το «ελληνικό» ζήτημα, έκανε σαφές ότι οι εταίροι είχαν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια συζήτησης απ ότι θεωρούσαμε στο παρελθόν και ότι κατόρθωσε να συνομιλήσει απευθείας με πολύ ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες της Ευρώπης.

Ωστόσο, ο κ. Τσίπρας δεν απέκτησε ποτέ καλή διάγνωση σχετικά με τις ρεαλιστικές ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν. Παρέμεινε δέσμιος αντιλήψεων που είναι στα όρια του ευρω-σκεπτικισμού με διάθεση απόρριψης των ισχυρών κεκτημένων της ευρωπαϊκής ενοποίησης (κάπως έτσι έφτασε από τη Ρωσία να κατηγορεί την ΕΕ!). Επίσης, δεν κατόρθωσε να οριοθετήσει το ρόλο του Πρωθυπουργού έναντι ενός εκάστου υπουργού (και των προσωπικών επιδιώξεών του), ούτε να οριοθετήσει τη διαφορά μεταξύ λαϊκής εντολής (το 36% των ψηφοφόρων) και του δημοσίου συμφέροντος (δηλαδή, της επιβίωσης της χώρας και του εκλογικού σώματος συνολικά).

Η προϊούσα φθορά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πιθανώς δεν θα έχει προηγούμενο, ιδιαίτερα από τη στιγμή που λόγω δικής της αδεξιότητας κατόρθωσε να συσπειρώσει ένα (ετερόκλητο) αντι-κυβερνητικό μέτωπο. Τίποτα, όμως, δεν προδίκαζε την εξέλιξη αυτή. Είναι κάτι που προσωπικά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας πρέπει μόνος του να σκεφθεί και να διορθώσει πριν η κλεψύδρα του χρόνου εξουσίας τελειώσει.