Κάτι ο πηχυαίος τίτλος προχθές στα «ΝΕΑ» «Ξαφνική αισιοδοξία», κάτι που πήγα ν’ ανοίξω το παράθυρο κι είδα στη διπλανή αυλή μια έκρηξη του μοβ πάνω σε ένα δέντρο του Ιούδα (αφού άκουσα το μπαμ. Μα την Παναγία), είπα κι εγώ να αφήσω να σκάσει λίγο το χείλι μου.

Λέω κάτι θα ξέρουνε η εφημερίδα και το δέντρο πιο πολύ από μένα. Δεν μπορεί έτσι χωρίς λόγο να ‘πιασε τον δημοσιογράφο μια τρέλα ή το δέντρο χωρίς άνοιξη να πάρει ν’ ανθίζει. Πήγα λοιπόν με ένα χαμόγελο, βεβιασμένο θες; βεβιασμένο σου λέω εγώ, στο θέατρο κι άρχισα την τζενεράλε.

Καλά πήγε, δεν λέω, αλλά ήρθε κι η ώρα να στήσω την υπόκλιση.

Για τον σκηνοθέτη μιας παράστασης είναι η πιο δύσκολη στιγμή. Είναι που περιμένουν όλοι με ποια σειρά θα βγουν. Εχουνε γίνει καβγάδες και καβγάδες, «γιατί αυτός κι όχι εγώ;» και «ποια είναι αυτή που θα μου βγει εμένα που 40 χρόνια έχω ποτίσει με τον ιδρώτα μου το παλκοσένικο» και άλλα θεατρικά παρόμοια.

Θυμάμαι τον Τσαρούχη όταν σκηνοθέτησε τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη σ’ ένα υπαίθριο γκαράζ στην Καπλανών και για να γλιτώσει το μπουρίνι που το ‘βλεπε να ‘ρχεται έβαλε τη Σμάρω Στεφανίδου με τη Σαπφώ Νοταρά να υποκλίνονται μαζί. Ντουέτο.

Ομως κάθε βράδυ τραβάγανε οι δύο κυρίες την υπόκλιση μαστίχα.

Ξεκινούσανε απ’ την κουίντα αλλά καθυστερούσαν δήθεν αφηρημένη η μία, δήθεν συνεπαρμένη η άλλη, ποια θα υποκλιθεί τελευταία.

Τις έβλεπε ο Τσαρούχης και πάντα με την παντελή έλλειψη του ρο στο στόμα έλεγε:

«Α να… Το γάλι αντίκα».

Οχι, εμείς προχθές δεν είχαμε τέτοια θέματα, και οι τρεις πρωταγωνιστές βγαίνουν και οι τρεις μαζί κι αλλιώς να βγαίνανε ούτε που θα τους ένοιαζε.

Αλλά εγώ, καλού κακού, έχω έτοιμο πάντα ένα αστείο να πετάξω στη στιγμή της αμηχανίας.

Αντί να πω «Πάμε για την υπόκλιση» λέω «Ελα παιδιά, πάμε για τον υποκλυσμό».

Χαμογελάνε οι γυναίκες, οι άντρες ξεκαρδίζονται. Σπάει κάπως η ατμόσφαιρα.

Από κεκτημένη συνήθεια λοιπόν λέω τον καθιερωμένο μου «υποκλυσμό» κι ακούω έναν τεχνικό.

–«Ναι ο Λαφαζάνης».

–«Τι ο Λαφαζάνης;».

–«Καλά δεν τον είδατε τι υπόκλιση τράβηξε στον κύριο Gazprom; Ισαμε το πάτωμα».

Και ομολογώ πως με τον ως άνω κύριο δεν τον πέτυχα τον υπουργό, αλλά όντως και στον Πούτιν την είχε κάνει την κωλοπετούρα του ο κύριος Λαφαζάνης. Είναι μη δει Ρώσο αυτός ο άνθρωπος, μη δει Κρεμλίνα και κόκκινες πλατείες αρχίζει τις μετάνοιες.

Δεν πα’ να ‘χει γίνει η Ρωσία μια μαφιόζα καπιταλίστρια και μισή, αυτός θυμάται τις παλιές αγάπες με τα Σοβιέτ και τα πενταετή προγράμματα κι ανατριχιάζει. Τι τα θες; Οι παλιές αγάπες δεν ξεχνιούνται.

Οπως λέει και το τραγούδι του Χιώτη, απαραίτητο ιντερλούδιο σε κάθε μαυρόασπρη ταινία:

«Περασμένες μου αγάπες όνειρα που σβήσατε».

Για να τελειώσει μ’ ένα εκρηκτικό φινάλε της Μαίρης Λίντα:

«Περασμένες μου αγάπες

του καιρούουου χαλάσματα.

Του καιρούουουου

χαλάσματα, ααααα, ααααα.

Χιώτης μάμπο».

Χιώτης μάμπο, κύριε υπουργέ μου.