Και ενώ οι εκατέρωθεν διαρροές αποδίδουν την εμπλοκή στην απροθυμία της ελληνικής πλευράς να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις στο Συνταξιοδοτικό και τα Εργασιακά, πηγές που βρίσκονται κοντά στις συνομιλίες με τους δανειστές άφηναν να εννοηθεί ότι σχετική ευελιξία, ώστε να συζητηθούν οι καυτές αυτές πατάτες για την κυβέρνηση, μετά τον Ιούνιο θα μπορούσε να επιδειχθεί. Με την προϋπόθεση, όμως, ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τις οποίες έχει δεσμευθεί.
ΟΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ. Και εκεί «δεν έχει γίνει ουσιαστικά τίποτα», έλεγαν οι ίδιες πηγές, υποστηρίζοντας ότι παρά τη δέσμευση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ και των περιφερειακών αεροδρομίων με μεγαλύτερη, ωστόσο, συμμετοχή του Δημοσίου, δεν έχει υπάρξει ακόμα καμιά διευθέτηση με τους αρμόδιους επενδυτές (στη δεύτερη περίπτωση με τη Fraport), ώστε να ξεκλειδώσουν οι ιδιωτικοποιήσεις. Ιδιαίτερη ενόχληση φαίνεται να έχει προκαλέσει και η ασάφεια της κυβέρνησης στο θέμα των επενδυτικών αδειών, μεταρρύθμιση που υποτίθεται ότι πρέπει να υλοποιηθεί από το υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα. Ο Π. Λαφαζάνης φέρεται να έχει διαμηνύσει ότι το υπουργείο θα χρησιμοποιήσει τους δικούς του ειδικούς, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη προστασία του Δημοσίου, χωρίς ωστόσο, σύμφωνα με πηγές των δανειστών, «να έχει διευκρινίσει με ποιους ή να έχει δώσει χρονοδιαγράμματα».
Ασμένως δεν έγιναν δεκτές από εκπροσώπους των δανειστών ούτε νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, όπως αυτή για τη ρύθμιση των 100 δόσεων. Στο επιχείρημα της Αθήνας ότι λόγω της ρύθμισης ήδη μπήκαν στο δημόσιο ταμείο 150 εκατομμύρια ευρώ, πηγές των δανειστών απαντούν ότι πρόκειται για «ψιλά γράμματα».
Οπως το έθετε αρμόδια πηγή, «είναι σαν να έχεις μαγαζί και να ξεπουλάς τα προϊόντα σε τιμές εκποίησης. Υστερα από αυτό κανένας δεν θα έρθει να τα αγοράσει στην κανονική τιμή και όλοι θα περιμένουν τις επόμενες εκπτώσεις». Την ίδια ώρα, κοινοτική πηγή έλεγε ότι «η υπεράσπιση της Ελλάδας, όταν δεν υπάρχει κάποια βάση για να στηριχθεί κανείς, έχει καταστεί μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση».