Δανειστές στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Το έργο έχει ξανανέβει. Αυτή τη φορά αφορμή είναι η κατά τους δανειστές «κωλυσιεργία» της Αθήνας και η απροθυμία της να προχωρήσει στην υλοποίηση των δεσμεύσεων της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου. Αρμόδιες πηγές σημείωναν ότι είναι σαν να βρισκόμαστε ακόμα στη νύχτα της 20ής Φεβρουαρίου, καθώς δεν έχει προχωρήσει τίποτα, ενώ αναρωτιούνταν αν η κυβέρνηση «μας κοροϊδεύει».
Τις τελευταίες εβδομάδες εκπρόσωποι των δανειστών επιχειρούν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα αν η απραξία της κυβέρνησης οφείλεται τελικά στην απειρία της, ειδικά σε τεχνικό επίπεδο, ή αν απλώς συνδέεται με την έλλειψη πολιτικής βούλησης να προχωρήσει σε οτιδήποτε. Πηγές που βρίσκονται κοντά στις συνομιλίες της κυβέρνησης με τους θεσμούς σημείωναν ότι «δεν έχει προχωρήσει τίποτα» και απηχώντας το κακό κλίμα για τον Νίκο Θεοχαράκη που κυριάρχησε στην τελευταία συνεδρίαση του EuroWorking Group έλεγαν ότι «έχουμε βαρεθεί να λαμβάνουμε προτάσεις που θυμίζουν έκθεση ιδεών χωρίς κανένα αντίκρισμα».Στο πλαίσιο αυτό, για την ώρα δεν υπάρχει προγραμματισμένη συνεδρίαση του Brussels Group, καθώς, όπως έλεγαν αρμόδιες πηγές, «πρέπει να υπάρχει και θέμα συζήτησης». Ενδεικτική της δυσαρέσκειας που επικρατεί για την Ελλάδα στο ΔΝΤ αλλά και του κακού κλίματος που έχει διαμορφωθεί στους κόλπους της ευρωζώνης, είναι η ομοβροντία δηλώσεων των τελευταίων 24ώρων τόσο από την πλευρά του Ταμείου όσο και από την πλευρά της Κομισιόν και του Βερολίνου.

Και ενώ οι εκατέρωθεν διαρροές αποδίδουν την εμπλοκή στην απροθυμία της ελληνικής πλευράς να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις στο Συνταξιοδοτικό και τα Εργασιακά, πηγές που βρίσκονται κοντά στις συνομιλίες με τους δανειστές άφηναν να εννοηθεί ότι σχετική ευελιξία, ώστε να συζητηθούν οι καυτές αυτές πατάτες για την κυβέρνηση, μετά τον Ιούνιο θα μπορούσε να επιδειχθεί. Με την προϋπόθεση, όμως, ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τις οποίες έχει δεσμευθεί.

ΟΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ. Και εκεί «δεν έχει γίνει ουσιαστικά τίποτα», έλεγαν οι ίδιες πηγές, υποστηρίζοντας ότι παρά τη δέσμευση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ και των περιφερειακών αεροδρομίων με μεγαλύτερη, ωστόσο, συμμετοχή του Δημοσίου, δεν έχει υπάρξει ακόμα καμιά διευθέτηση με τους αρμόδιους επενδυτές (στη δεύτερη περίπτωση με τη Fraport), ώστε να ξεκλειδώσουν οι ιδιωτικοποιήσεις. Ιδιαίτερη ενόχληση φαίνεται να έχει προκαλέσει και η ασάφεια της κυβέρνησης στο θέμα των επενδυτικών αδειών, μεταρρύθμιση που υποτίθεται ότι πρέπει να υλοποιηθεί από το υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα. Ο Π. Λαφαζάνης φέρεται να έχει διαμηνύσει ότι το υπουργείο θα χρησιμοποιήσει τους δικούς του ειδικούς, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη προστασία του Δημοσίου, χωρίς ωστόσο, σύμφωνα με πηγές των δανειστών, «να έχει διευκρινίσει με ποιους ή να έχει δώσει χρονοδιαγράμματα».

Ασμένως δεν έγιναν δεκτές από εκπροσώπους των δανειστών ούτε νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, όπως αυτή για τη ρύθμιση των 100 δόσεων. Στο επιχείρημα της Αθήνας ότι λόγω της ρύθμισης ήδη μπήκαν στο δημόσιο ταμείο 150 εκατομμύρια ευρώ, πηγές των δανειστών απαντούν ότι πρόκειται για «ψιλά γράμματα».

Οπως το έθετε αρμόδια πηγή, «είναι σαν να έχεις μαγαζί και να ξεπουλάς τα προϊόντα σε τιμές εκποίησης. Υστερα από αυτό κανένας δεν θα έρθει να τα αγοράσει στην κανονική τιμή και όλοι θα περιμένουν τις επόμενες εκπτώσεις». Την ίδια ώρα, κοινοτική πηγή έλεγε ότι «η υπεράσπιση της Ελλάδας, όταν δεν υπάρχει κάποια βάση για να στηριχθεί κανείς, έχει καταστεί μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση».