Στον ποιητή και μεταφραστή Τάσο Ρούσσο
Μνήμη
Στο βιβλίο του «31 αξέχαστα χρόνια» ο πρόσφατα πεθαμένος, γλυκύτατος φίλος Σεραφείμ Φυντανίδης βάζει ως λεζάντα σε μια φωτογραφία που δείχνει τον Ανδρέα Παπανδρέου, παραμονές εκλογών του 1981, να χορεύει ζεϊμπέκικο τη φράση την ειπωμένη από τον δημοσιογράφο Γιώργο Βότση, που παρευρισκόταν στην επίδειξη της χορευτικής δεινότητας του τότε προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «άλα, τώρα θα έχουμε αλανιάρη πρωθυπουργό». Για κάτι που έχει δημοσιευτεί, χωρίς να έχει διαψευστεί, μπορεί να θεωρούμε πως κι αν δεν ξετυλίχθηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, θα διατηρεί κάποια συγγένεια με τα αναφερόμενα. Ενώ τα τριάντα τέσσερα χρόνια που έχουν περάσει από τότε μπορεί να λογαριάζονται ένα μεγάλο διάστημα ώστε κατά κάτι να έχουμε αλλάξει ως λαός, οι δέκα μόνο μέρες που έχουν μεσολαβήσει από την προπερασμένη Κυριακή, αν και ένα τίποτε, μας βοηθάνε να καταλάβουμε ότι μένουμε ίδιοι και απαράλλακτοι.
Με τόσο πάθος για αλλαγή, εξαργυρωμένο ωστόσο με πρωτοφανή σκάνδαλα σε πολιτικό επίπεδο, φαίνεται πως όταν ευαγγελιζόμαστε την αλλαγή την εννοούμε σαν ένα τσαλαβούτημα μέσα στα ίδια στεκάμενα νερά. Είναι ίσως μια από τις ελάχιστες φορές που όσο αμαρτωλή θα χαρακτήριζε κανείς την εξουσία, ως αμαρτωλό στον ίδιο βαθμό θα κατέκρινε τον λαό αφού δεν δείχνει να συνετίζεται με τίποτε. Ακόμη και αν η εξουσία έδειχνε κάποια πρόθεση να τον σεβαστεί, ο ίδιος θα προτιμούσε να της μένει υποχείριος, εξασφαλίζοντάς της με τον τρόπο αυτόν τις πιστώσεις που χρειάζεται ώστε να σφάλλει ή να εγκληματεί εις το διηνεκές.
Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς το σύνθημα που επικράτησε στη διαδήλωση της προπερασμένης Κυριακής, στο Σύνταγμα, που έλεγε: «Κάνεις τη Μέρκελ να τρέμει σαν κλαράκι, γεια σου, αλάνι Γιάνη Βαρουφάκη». Είναι το λιγότερο βλακώδες να επιχαίρεις για τη σαρκαστική σου οξύνοια όταν παραμένεις ο μοναδικός καταναλωτής της εσύ που την εμπνεύστηκες, ενώ ο άνθρωπος που τον αφορά –στη συγκεκριμένη περίπτωση η Μέρκελ –δεν πρόκειται να την πληροφορηθεί ποτέ. Οσο επαναστατημένος κι αν είναι ως άνθρωπος ο υπουργός των Οικονομικών, μια γνώση των τύπων τη διαθέτει ώστε να μη μεταφέρει στη Μέρκελ τη σαρκαστική οξύνοια ενός συνθήματος που περιφερόταν στους δρόμους της ελληνικής πρωτεύουσας.
Ισως να άλλαζε πρόρριζα η πολιτική ζωή μιας χώρας αν πολιτικοί και λαός συνειδητοποιούσαν πως έχει νόημα να μιλάει κανείς μόνο όταν πρόκειται να υπάρξουν συνέπειες άμεσες και ουσιαστικές, αδιάφορο αν θα είναι ευεργετικές ή οδυνηρές. Αυτά όσον αφορά το πρώτο σκέλος του συνθήματος. Το δεύτερο βαραίνει ακόμα περισσότερο προκειμένου να κρίνεις την ευφυΐα ενός λαού ή έστω όσους δέχτηκαν να τους στεγάσει και να τους εκφράσει το σχετικό σύνθημα. Γιατί ένας «αλανιάρης» πρωθυπουργός ή ένα «αλάνι» υπουργός αυτομάτως μεταβάλλονται σε πιο αποτελεσματικούς διαχειριστές της εξουσίας, ακόμα κι αν διαπιστώθηκε η αναποτελεσματικότητα ή η χρεοκοπία κοστουμαρισμένων και γραβατωμένων, ευπρεπών εξωτερικά, πολιτικών; Οσο κι αν έχουμε οργιστεί και θυμώσει με τη σοβαρότητα και τη βλοσυρότητα ή την απανθρωπιά και την αναισθησία εγκατεστημένων για δεκαετίες πολιτικών, γιατί να θεωρείται απάντηση σε όλα αυτά η συμπεριφορά ενός «αλανιάρη», που, χύμα όπως έχει μάθει να εκφράζεται, δεν έχει καν ως άλλοθι έναν ψευδεπίγραφο πολιτισμό ώστε αν αποτύχει να νιώσει την ανάγκη να απολογηθεί.
Θα υπήρχε ίσως μια παρηγοριά αν το αλάνι, που κατά τον Μπαμπινιώτη σημαίνει και αλήτης, χρησιμοποιούνταν σύμφωνα με την έκφραση του Αισχύλου «φυγάς θεόθεν και αλήτης». Δηλαδή ο περιπλανώμενος, ο άστεγος, ο καταδιωκόμενος από τους θεούς. Εμάς όμως φαίνεται να μας αφορά με τον τρόπο που ύμνησε τη λέξη «αλάνι» ο Βασίλης Τσιτσάνης. Υπάρχει μια μικρή διαφορά.