Είναι απορίας άξιον ότι σήμερα –εποχή συνεχούς επιτάχυνσης, αγχωδών ρυθμών ζωής, φευγαλέων ερεθισμάτων, ελαττωμένων χρόνων αυτοσυγκέντρωσης –βγαίνουν τόσο πολλά ογκώδη βιβλία. Καλά οι πραγματείες, που ξεψαχνίζουν πελώριο πραγματολογικό υλικό, απαιτούν τεκμηρίωση και απευθύνονται σε ένα λίγο – πολύ ειδικό κοινό. Αλλά οι μυθοπλασίες; Ως κριτικό, με εξέπλησσε πάντοτε (και, εννοείται, με απέλπιζε) το πλήθος των πολυεκατοντασέλιδων μυθιστορημάτων που κατέφθαναν στην εφημερίδα. Πώς να απορροφηθούν τόσα τέτοια βιβλία από το αναγνωστικό κοινό; Και γιατί;

Τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα δεν ήταν βέβαια κάτι ασυνήθιστο τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού. Αλλά, εκτός του ότι η εκδοτική παραγωγή ήταν τότε μικρότερη και μικρότερος επίσης ο ανταγωνισμός από άλλες μορφές αναψυχής, αυτά τα μυθιστορήματα πρωτοδημοσιεύονταν συνήθως κατά συνέχειες σε εφημερίδες και περιοδικά. Οι συγγραφείς τους πληρώνονταν με το κομμάτι και, φυσικά, είχαν συμφέρον να παραγεμίζουν και να επιμηκύνουν την αφήγηση (γι’ αυτό υπάρχει φλυαρία ακόμη και σε έναν τιτάνα όπως ο Ντοστογέφσκι). Αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα κυριάρχησε το σχετικά ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα, πιο συμβατό με την εποχή του.

Η αντιστροφή της τάσης άρχισε πριν από δύο ή τρεις δεκαετίες. Πώς να την εξηγήσουμε;

Υπάρχει ο συγγραφικός ναρκισσισμός. Ο προβεβλημένος συγγραφέας είναι σήμερα ένας σταρ που κινείται σε πολλά επικοινωνιακά επίπεδα. Ενας τρόπος να εντυπωσιάσει είναι η εκκεντρικότητα ενός ανοικονόμητου μυθιστορήματος που επιβάλλεται με το όνομα του δημιουργού του. Αυτό συνάδει άλλωστε με μια γενικότερη τάση μεταμοντέρνου γιγαντισμού, που τη βλέπουμε επίσης στις εικαστικές τέχνες και την αρχιτεκτονική. Είναι βάσιμη η υποψία ότι τέτοια μυθιστορήματα δεν προορίζονται τόσο για διάβασμα όσο για δώρα περιωπής ή για να στολίζουν τη βιβλιοθήκη ανθρώπων με έφεση στο δήθεν.

Απεραντολόγα μυθιστορήματα γράφουν όμως σωρηδόν και λιγότερο γνωστοί ή και άσημοι συγγραφείς. Σε πολλά τέτοια βιβλία η πολυλογία αντανακλά ολοφάνερα μια αδυναμία οργάνωσης και ιεράρχησης του υλικού και των σκέψεων. Σε άλλα δείχνει υπολογισμένη έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στην περιορισμένη αυτοσυγκέντρωση του αναγνώστη (σύμπτωμα της εποχής, όπως είπαμε). Είναι η λογική των τηλεοπτικών σίριαλ, όπου η αραίωση της αφήγησης και οι συχνές επαναλήψεις είναι όροι εκ των ων ουκ άνευ για την παρακολούθησή τους από τους θιασώτες τους.

Υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Οπως και αν έχει, εννιά στα δέκα μεγαμυθιστορήματα, ελληνικά και ξένα, που διάβασα την τελευταία εικοσαετία δεν άξιζαν τόση δαπάνη χαρτιού. Το είχε πει ο Καλλισθένης πριν από 23 αιώνες: «Μέγα βιβλίον μέγα κακόν». Και ένας συγγραφέας πολύ κοντινότερος στην εποχή μας, ο Πεσόα, προέβλεψε ότι στο μέλλον θα επιβιώσουν μόνο τα μικρά βιβλία. Αν αμφιβάλλετε, σκεφτείτε ποια παλιά αναγνώσματά σας ξαναδιαβάζετε συχνότερα. Ολόκληρα όμως.