Η ασθένεια είναι παλιά. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ένα τεράστιο μέγεθος· ελληνικό. Μόνον ελληνικό, γιατί μόνον η ελληνική φυλή –έτσι, φυλή –μπορούσε να τον γεννήσει. Κατέκτησε σχεδόν όλη την Ασία και εκτός που εκδικήθηκε, ασφαλώς για λογαριασμό της ελληνικής του φυλής, τους Πέρσες που είχαν επιχειρήσει να κατακτήσουν την Ελλάδα, οι θρασείς (!), διέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό, που ακόμη ήταν στην εποχή του εν ζωή, και γέμισε τον κόσμο με νέες πόλεις, τις Αλεξάνδρειες. Οι κατακτήσεις του έγιναν μετά τον θάνατό του ελληνικά κράτη που τα οργάνωσαν οι στρατηγοί του, ως κληρονόμοι του, και συνέχισαν να καλλιεργούν τον ελληνικό πολιτισμό· σχολεία, φιλόσοφοι, γλώσσα είχαν κατακτήσει Εγγύς και Μέση Ανατολή. Και η Μεσόγειος ήταν κάτι σαν ελληνική θάλασσα. Αυτά, ως παράγωγα ενός ευλογημένου από τους θεούς λαού, κάτι σαν πληρεξούσιό τους, που δημιούργησε αυτόν τον πολιτισμό τότε, όπως και σήμερα και σε όλους τους αιώνες έκτοτε. Αυτό ήταν το έργο του στρατηλάτη, που σαν αστραπή κέρδιζε τις μάχες για να καταλήξει να τον υποδέχονται και να τον λατρεύουν για θεό· οι κατακτημένοι λαοί.

Αυτό είναι το story των εθνικιστών –δεξιό, που καλλιεργήθηκε συστηματικά κυρίως σε περιόδους έντονης κοινωνικής αναταραχής και σκληρών ταξικών αντιπαραθέσεων και γινόταν δεκτό από ευρύτατες, κυρίως λαϊκές, μάζες αγραμμάτων, που πίστεψαν στον μύθο του περιούσιου (ελληνικού) λαού.

Υπήρξε και δεύτερο story, το αριστερό, των προοδευτικών ανθρώπων. Αυτό έλεγε τα ακριβώς αντίθετα: ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν, σε νεότερη ορολογία, ένας στυγνός ιμπεριαλιστής, που κατέκτησε και υπέταξε πολλούς λαούς, κατέστρεψε τους ντόπιους πολιτισμούς για να βάλει τον ελληνικό στη θέση τους και επέβαλε την ελληνική γλώσσα –ένας πρώιμος αποικιοκράτης. Αυτή η ανάγνωση χλεύασε τον μύθο περί περιούσιου λαού.

Ετσι πορευτήκαμε επί δεκαετίες· επίσημη «γραμμή», κάτι σαν επίσημη ιδεολογία, ήταν το πρώτο story –αυτό φάγαμε στα μούτρα στην εκπαίδευση. Γιατί γενικώς στην ελληνική εκπαίδευση δεν μαθαίνουμε, ακόμη και σήμερα, την ιστορική αλήθεια· μαθαίνουμε την ιδεολογικοποίηση του ιστορικού γεγονότος.

Αυτά κράτησαν έως τη λεγόμενη Μεταπολίτευση. Εκτοτε όλοι φρόντισαν –όλες οι εξουσίες εννοώ –να πέσουν οι εθνικιστικοί τόνοι και οι αντίστοιχες κραυγές· καμία εξουσία δεν τις χρειαζόταν. Ωσπου μας προέκυψε η Αμφίπολη· ο μεγάλος τύμβος δηλαδή.

Και παρατηρήθηκε το εξής φαινόμενο· να συζητούν πολύ το ενδεχόμενο ο μεγαλοπρεπής, καθώς έδειχναν οι πρώτες ανασκαφικές εργασίες, τάφος να έκρυβε τον νεκρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου· χωρίς κανένα τεκμήριο να συνηγορεί και ενώ είναι γνωστό ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ενταφιασθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πολλοί, και αρχαιολόγοι – αρχαιογνώστες, κυρίως ξένοι, ήθελαν, σώνει και καλά, στον τάφο της Αμφίπολης να έχουν μεταφερθεί τα οστά του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τι είναι πάλι τούτο; Εχουμε νέα έξαρση του εθνικισμού; Ασφαλώς όχι, ούτε από την Ακροδεξιά δεν φαίνεται κάτι τέτοιο. Δεν είναι λοιπόν η παλιά ασθένεια –είναι νέα που έχει μολύνει μεσαία, κυρίως, κοινωνικά υποκείμενα, που από την οικονομική κρίση στην οποία έχουμε βυθιστεί έχουν απώλειες, κυρίως όμως έχουν ζαλιστεί, έχουν χάσει τα λογικά τους –ιδιαίτερα τώρα, που όλο βγαίνουμε από τα Μνημόνια και όλο μέσα είμαστε.

Αρχηγό ψάχνουν όλοι αυτοί –έναν ηγέτη. Και το ενδεχόμενο να υπάρχει ο Μέγας Αλέξανδρος στον ελληνικό χώρο, έστω και νεκρός, τους κάνει να ελπίζουν –αυτός ήταν ηγέτης· όχι οι σημερινοί… Σχεδόν μου το είπε ένας που με ρωτούσε σχετικά. Η νέα ασθένεια που μας έχει μολύνει δεν είναι τελικά η «μεγαλεξαντρίτιδα». Είναι η «πλάκα» που έχουμε πάθει από την κρίση και ψάχνουμε για σωτήρα!

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών