Ο ένας παππούς ήταν Ελληνας και ο άλλος Ιταλός. Η μία γιαγιά Ισπανίδα και η άλλη από την Αργεντινή. Ο πατέρας, άσος του ποδοσφαίρου στη χώρα του τάνγκο, πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα το 1952 με τη φανέλα της Ουρακάν και στη συνέχεια, στην Ιταλία, αστέρας με τις φανέλες της Γιουβέντους, της Μίλαν, της Τορίνο, της Κατάνια αλλά και της Εθνικής Ιταλίας!

Αυτό είναι το χαρμάνι που έφτιαξε τον Εδουάρδο Κοντογιωργάκη (Ριγκάνι). Τον Λόκο, όπως των αποκαλούσαν και συνεχίζουν να τον αποκαλούν στα Γιάννινα. Τον παίκτη που ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας του ΠΑΣ που καθιέρωσε τον χαρακτηρισμό Αγιαξ της Ηπείρου και ο οποίος, αν και είχε περισσότερο δημιουργικό ρόλο, αναδείχθηκε δύο χρονιές πρώτος σκόρερ της ομάδας. Την περίοδο 1976-77 με 11 γκολ και την περίοδο 1978-79 με 8 γκολ.

«Η ζωή είναι απρόβλεπτη. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει. Εσύ πρέπει απλώς να κυνηγάς το όνειρό σου. Εγώ αυτό που δεν έκανα στην Αργεντινή με το όνομα του πατέρα μου το έκανα στην Ελλάδα με το όνομα της μητέρας μου» διαπιστώνει ο Εδουάρδος Κοντογιωργάκης. Στα 65 του πλέον, είναι σίγουρος: «Εκανα τη σωστή επιλογή. Το ποδόσφαιρο στάθηκε καλό μαζί μου. Δεν έχω κανένα παράπονο. Μπορεί να μην πήγα ποτέ σε άλλη ομάδα, αν και με ζητούσαν ο ΠΑΟΚ, ο Ηρακλής, ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ, μπορεί να μην έβγαλα πολλά χρήματα, όμως κάθε μέρα μου λένε τουλάχιστον δεκαπέντε άνθρωποι καλημέρα και κάποιοι που είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία μου λένε “ευχαριστούμε για τις στιγμές που ζήσαμε”. Αυτό για μένα είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή».

Το 1972 ο προπονητής του ΠΑΣ Γιάννινα Γκόμεζ ντε Φαρία, μέσω ενός φίλου του, αργεντινού προπονητή, έψαχνε στη Λατινική Αμερική για ποδοσφαιριστές με ελληνικές ρίζες. Εκείνος συζητούσε το θέμα με τον πατέρα του Κοντογιωργάκη. Τον Εδουάρδο Ριγκάνι. «Ο γιος μου έχει ελληνικές ρίζες. Η γυναίκα μου είναι Ελληνίδα» του είπε. «Ετσι ήρθα στην Ελλάδα» θυμάται ο Λόκο και συνεχίζει: «Ο Ντε Φαρία έφερε από τη Βενεζουέλα τους Γκλασμάνη, Παστερνάκη, ενώ όταν ήρθα εγώ ήρθαν και οι Μοντές και Λίσα, επειδή παίζαμε μαζί. Τυχαία έγιναν όλα αυτά. Τέσσερις ημέρες μετά την άφιξή μου στα Γιάννινα ήρθε ένα γράμμα από τη Νάπολι που μου ζητούσε να πάω εκεί, αφού στη Νάπολι ζούσε ένας θείος μου, ο Τάκης.

Οταν πήγα στα Γιάννινα ο Πούσκας, που ήξερε τον πατέρα μου, μου είπε: “Γιατί δεν ήρθες στον Παναθηναϊκό;”. Το 1973 ήταν να πάω στην ΑΕΚ. Είχαμε δώσει μάλιστα και ένα παιχνίδι στη Νέα Φιλαδέλφεια, με 35.000 κόσμο, για να με δουν και να με παρουσιάσουν. Τότε πρόεδρος ήταν ο Μπάρλος, όμως η μεταγραφή δεν έγινε ποτέ και δεν ξέρω γιατί. Και ο Μαντζαβελάκης με ήθελε στον Παναθηναϊκό, όμως ο τρόπος που ήθελε να γίνει η μεταγραφή δεν μου άρεσε. Τότε τα πράγματα στο ποδόσφαιρο ήταν διαφορετικά. Οι πρόεδροι ήταν ερασιτέχνες. Το παίζανε και λίγο ήρωες στις τοπικές κοινωνίες. Τότε έλεγαν “αν φύγει ο Κοντογιωργάκης θα γίνει χαμός” και οι παράγοντες φοβούνταν να με δώσουν. Δεν μετανιώνω όμως. Αν και με τον ΠΑΣ δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις, με τους ανθρώπους στα Γιάννινα είμαι πολύ δεμένος. Μπορεί η ομάδα να μην κέρδισε ποτέ κάποιον τίτλο, αλλά πιστεύω ότι είναι η μεγαλύτερη επαρχιακή ομάδα».

Ο Εδουάρδος Κοντογιωργάκης έχει ζήσει τη δόξα του ποδοσφαίρου από πολύ μικρός. «Οταν ο πατέρας μου ήταν στη Μίλαν και κέρδισε το πρωτάθλημα Ιταλίας, το 1955, ήμουν πολύ μικρός και δεν θυμάμαι πολλά. Στην Τορίνο όμως ήμουν 9 χρόνων και θυμάμαι ότι τις Κυριακές πήγαινα στο γήπεδο και στο ημίχρονο έπαιρνα την μπάλα και έκανα τρέλες. Ο κόσμος ούρλιαζε στις κερκίδες» θυμάται και συνεχίζει:

«Το ντεμπούτο μου στην Α’ Εθνική της Αργεντινής το έκανα σε ηλικία 17 χρόνων, με την Πλατέζε. Τότε οι ποδοσφαιριστές της πρώτης ομάδας έκαναν απεργία και κληθήκαμε να αγωνιστούμε εμείς από την τρίτη ομάδα ως βασικοί. Στο πρώτο μου παιχνίδι παίξαμε βράδυ εκτός έδρας με τη Ρασίγκ, παρουσία 50.000 φιλάθλων. Χάσαμε 5-0, όμως στο παιχνίδι του δεύτερου γύρου, στην έδρα μας, κερδίσαμε 4-1 και έβαλα τρία γκολ. Τα αποκόμματα εφημερίδων από εκείνο το παιχνίδι έφεραν στον Ντε Φαρία και έδωσε εντολή να με αποκτήσουν. Στην Αργεντινή όμως είχα ένα μεγάλο πρόβλημα. Με συγκρίνανε με τον πατέρα μου. Είναι βαρύ να κουβαλάς ένα τέτοιο όνομα. Το ίδιο παθαίνει και ο γιος μου, που είναι 15 χρόνων και παίζει στην ομάδα του Ατρομήτου Ιωαννίνων. Τον συγκρίνουν μαζί μου και δεν σκέφτονται ότι το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει. Από εμένα πάντως έχει πάρει την ταχύτητα».
Η Εθνική και η ατυχία

«Κορυφαία στιγμή στην καριέρα μου ήταν η κλήση στην εθνική ομάδα με τον Παναγούλια» λέει ο Κοντογιωργάκης. Και συνεχίζει: «Πήγαμε σε τουρνουά στην Αυστραλία και μετά, στα προκριματικά με τη Ρωσία, ήμουν έτοιμος να αγωνιστώ ως αλλαγή αλλά αποβλήθηκε ο Τερζανίδης και δεν μπήκα. Στα Πανευρωπαϊκό στην Ιταλία δεν με πήραν γιατί δεν είχα κάνει καλό πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά και δίκαια δεν κλήθηκα».