Δέκα χρόνια μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, η πρόσφατη απόφαση για την επανέναρξη συνομιλιών θέτει εκ νέου το Κυπριακό σε κινητικότητα. Προηγήθηκε η υπογραφή ενός κοινού ανακοινωθέντος: ήταν το εκτενέστερο κείμενο που συνυπέγραψαν οι δύο πλευρές στα 50 χρόνια του προβλήματος και κατοχυρώνει σε πρωτοφανή βαθμό τις προσδοκίες της ελληνοκυπριακής πλευράς. Πρωτοφανής ήταν επίσης η επιδοκιμασία της διεθνούς κοινότητας, με αναφορές οι οποίες τόνιζαν τη στήριξη στη νομική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανάγκη διατήρησης της συνέχειάς της κατά τη μετεξέλιξη σε ομοσπονδιακό κράτος. Τι έχει αλλάξει λοιπόν από το 2004, ώστε να είναι κανείς σήμερα αισιόδοξος πως το Κυπριακό μπορεί να οδηγηθεί σε λύση; Πιστεύω ότι έχουν αλλάξει τέσσερα πράγματα:

1. Τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα της περιοχής σχεδόν «απαιτούν» να πάψει η Κύπρος να αποτελεί απλώς νησίδα προσωρινής ηρεμίας, να μετεξελιχθεί σε χώρα διαρκούς ειρήνης και σταθερότητας. Αυτό θα της επιτρέψει να καταστεί ενεργειακό κέντρο και να αναλάβει διεθνή ρόλο που υπερβαίνει κατά πολύ το μέγεθός της.

2. Η στάση της ελληνοκυπριακής κοινότητας το 2004 καθορίστηκε εν πολλοίς από μια απροθυμία αποδοχής του «ρίσκου» που εμπεριείχε η εγκατάλειψη ενός status quo το οποίο λειτουργούσε ομαλά στο νότιο μέρος του νησιού παράγοντας ευημερία. Το «σκάσιμο» της κυπριακής φούσκας δεν επιτρέπει πλέον ψευδαισθήσεις. Δεν πρόκειται πλέον για εξώθηση των πλούσιων Ελληνοκυπρίων να μοιραστούν τον πλούτο τους με τους φτωχούς Τουρκοκυπρίους, αλλά για την κοινή ανάγκη δύο οιονεί χρεοκοπημένων να σταματήσουν τους καβγάδες και να αξιοποιήσουν από κοινού την κοινή τους κληρονομιά (και των υδρογονανθράκων).

3. Το ίδιο το περίγραμμα της λύσης που περιέχεται στο κοινό ανακοινωθέν φαίνεται ότι απαντά πειστικότερα στις ανάγκες και προσδοκίες των δύο κοινοτήτων. Οι ομολογουμένως πολύπλοκες πρόνοιες του σχεδίου Ανάν δίνουν τη θέση τους σε μια σαφή δομή: κεντρική κυβέρνηση με ισχυρές εξουσίες που περιορίζονται στον «σκληρό πυρήνα» της κρατικής υπόστασης και κυριαρχίας (κυρίως όσον αφορά τη διεθνή εκπροσώπηση), ενώ όλες οι άλλες αρμοδιότητες αποδίδονται στις δύο κοινότητες. Αν στην πορεία του χρόνου «αγαπηθούν» περισσότερο, τίποτε δεν θα τις εμποδίζει να έρθουν ακόμη πιο κοντά.

4. Η ποιότητα της σημερινής ελληνοκυπριακής ηγεσίας συνιστά επίσης τομή με το παρελθόν. Το 2004, ο αείμνηστος Παπαδόπουλος απέφυγε συστηματικά την ουσιαστική διαπραγμάτευση, αποδέχθηκε την υποχρεωτική επιδιαιτησία και στη συνέχεια, εν μέσω ενός πρωτοφανούς διχαστικού κλίματος, κάλεσε τον λαό να απορρίψει με δημοψήφισμα όσα εκείνος είχε επιτρέψει να προκύψουν. Με την επιμονή του στο πλαίσιο και το περιεχόμενο του κοινού ανακοινωθέντος, αντίθετα, ο Αναστασιάδης δείχνει σήμερα έτοιμος να λάβει υπόψη όλες τις εύλογες ανησυχίες που ενδέχεται να εγείρονται, ενώ είναι γνωστό πως ανήκει στους πολιτικούς που δεν κρύβονται, αλλά είναι έτοιμοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Συγχρόνως, το αριστερό ΑΚΕΛ φαίνεται πως επιζητεί με ειλικρίνεια την ιστορική εξιλέωση για τις πολιτικές αμαρτίες του παρελθόντος.

Υπάρχουν, ωστόσο, και δύο πράγματα που δεν έχουν αλλάξει. Το ένα είναι η ευκολία με την οποία ξεσηκώνεται, σπεύδοντας να δημιουργήσει διχαστικό κλίμα, ο εσμός υπερπατριωτών, γραφικών ή παρανοϊκών αναλυτών και κυρίως ιδιοτελών πολιτικών που έχτισαν τις καριέρες τους πάνω στη διαιώνιση του Κυπριακού. Ο Παπαδόπουλος junior, το σκάνδαλο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που λέγεται ΕΔΕΚ και οι Οικολόγοι δίπλα στην κυπριακή Χρυσή Αυγή –όλοι μαζί ετοιμάζονται να ξεδιπλώσουν τις σημαίες του μίσους, της υστερίας και της παραπληροφόρησης, ακόμη και με αφορμή μια απλή απόφαση εκκίνησης των συνομιλιών.

Το δεύτερο πράγμα που δεν αλλάζει είναι η ατολμία και διστακτικότητα της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Καραμανλή του 2004, ο Σαμαράς του 2014 συστήνει προσοχή και ο Βενιζέλος περίπου κρύπτεται. Στον δε ΣΥΡΙΖΑ φωνές που επιχειρούν να εκφράσουν μια συνεπή αριστερή στάση επαναπροσέγγισης και επανένωσης της Κύπρου δύσκολα θα ακουστούν, συνθλιβόμενες μεταξύ του διαμαρτυρόμενου εθνικισμού του Γλέζου και της ιδεοληπτικής επαναστατικότητας των Ροζ Χμερ.

Ισως, βέβαια, αυτή η απόσταση της ελληνικής πολιτικής τάξης από ό,τι συμβαίνει στην Κύπρο να συνιστά θετική εξέλιξη. Ισως πρέπει, επιτέλους, οι «έλληνες αδελφοί» να επικεντρωθούν στις δικές τους δημοτικές και περιφερειακές εκλογές και να αφήσουν τους «κυπρίους αδελφούς» να αποφασίσουν μόνοι τους για το δικό τους μέλλον.

Ο Παναγιώτης Θανασάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ.