Προπαραμονή Χριστουγέννων, ακριβώς μία εβδομάδα πριν, σε κεντρικό βιβλιοπωλείο με πυκνό –ευτυχώς –αγοραστικό κοινό. Μια γυναίκα γύρω στα 45 όπως περιμένει στην «ουρά» για να πληρώσει, το ένα και μοναδικό βιβλίο που έχει αγοράσει γλιστράει από τα χέρια της και πέφτει στο πάτωμα. Αστραπιαία σκύβει, το μαζεύει και, βγαίνοντας από την ουρά, πηγαίνει και το ακουμπάει πάνω στον σωρό με τα ομότιτλα βιβλία από όπου το είχε πάρει. Ξαναπαίρνει τη θέση της στην ουρά, ευχαριστημένη που είχε ξεφορτωθεί το σκονισμένο –αποκλείεται να είχε στραπατσαριστεί –αντίτυπο.

Χωρίς καν να το σκεφτεί, το θεώρησε ως κάτι πολύ φυσικό –γι’ αυτό και δεν προσπάθησε να μη γίνει αντιληπτή η πράξη της –κάποιος άγνωστός της να προμηθευτεί το «ταλαιπωρημένο» αντίτυπο –φτάνει που δεν ήταν ζημιωμένη η ίδια. Με μια αμελητέα φαινομενικά κίνησή της μια γυναίκα, προπαραμονή Χριστουγέννων, στον χώρο ενός βιβλιοπωλείου, εικονογραφούσε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο την κατάσταση του κόσμου μας. Το λιγότερο καλό, το σκάρτο, το βρώμικο, μας είναι αδιάφορο, φτάνει να μην αφορά εμάς. Αν υπάρχει ένα πρόβλημα με την ύπαρξή του μας είναι αμελητέο από τη στιγμή που το ξεφορτωνόμαστε εμείς και το φορτώνεται ένας άλλος.

Δεν μας είναι απλώς αμελητέο, κάνουμε και ό,τι είναι δυνατόν ώστε να γίνουν οι άλλοι οι αποκλειστικοί κάτοχοί του. Εάν η διεκδίκηση του καλύτερου γίνεται με τόσο συμφεροντολογικό τρόπο σε σχέση με την ευκόλως διορθώσιμη ζημιά ενός σκονισμένου βιβλίου, πόσο εγκληματικά θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε όταν αφορά πράγματα που η σπανιότητά τους κάνει το σκάρτο ή το βρώμικο πραγματικά ζημιογόνο για τη ζωή μας. Την υλική βέβαια ζωή μας, όχι την ψυχική ή την πνευματική. Στην τελευταία αποδεχόμαστε ευχαρίστως όχι μόνο το σκάρτο, αλλά και τη σαβούρα και μάλιστα τη βορβορώδη.

ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ σχεδόν με το περιστατικό της 45άρας στην ουρά του βιβλιοπωλείου, ή μάλλον μισή ώρα αργότερα στην καφετέρια ενός επίσης κεντρικού δρόμου. Ενας νέος άνδρας, γύρω στα 30, Αλβανός, σε ερώτηση του μπάρμαν, που φαινόταν να είναι γνωστός του, για το πού πρόκειται να περάσει το βράδυ της παραμονής, του απάντησε χαμηλόφωνα: «Θα μείνω μόνος μου για να κάνω παρέα σε όσους είναι μόνοι τους στον κόσμο». Εμοιαζε να το εννοεί και ότι δεν το έλεγε ούτε για να κάνει εντύπωση ούτε για να εκμαιεύσει μια πρόσκληση.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο αιφνιδιαστικό και γνησίως εποικοδομητικό από την ίδια την καθημερινότητα –ακόμη και σε σχέση με τα αριστουργήματα της τέχνης –, όταν μας αποκαλύπτει μια προοπτική που δεν μας είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Δεν φαινόταν αφελής ο Αλβανός ώστε να φαντάζεται πως με το να μείνει μόνος του ανακούφιζε όσους, χωρίς να το έχουν επιλέξει, ήταν στη θέση που συνειδητά αποφάσιζε ο ίδιος για τον εαυτό του. Είχε καταλάβει όμως κάτι πολύτιμο που, όσο και αν δεν αποδεικνύεται μέσα στον κόσμο, συνιστά μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα: η συνειδητή εξομοίωσή μας με όσους αγνώστους μας υποφέρουν κάνει το βάρος που κουβαλάνε κατά τι μικρότερο.

Αλίμονο εάν η επικοινωνία μέσα στον κόσμο οφειλόταν και διακινούταν χάρη στα βιβλιοπωλεία, τα θέατρα, τα μουσεία, τις αίθουσες συναυλιών. Θα ήταν αφόρητα πενιχρή εάν έλειπε αυτή η επαφή μας με τους άλλους, που την αισθανόμαστε χωρίς να μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε για την ύπαρξή της.