Οι πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζονται στη Μεσόγειο δεν συνεπάγονται την εσωτερική ανατίμηση του βιοτικού επιπέδου των χωρών της Βόρειας Ευρώπης. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι το βάθος της εσωτερικής υποτίμησης στις χώρες της Μεσογειακής Ευρώπης σημαίνει την εφαρμογή πολιτικών ήπιας εσωτερικής υποτίμησης στις χώρες του Βορρά, η γενίκευση της οποίας θα οδηγήσει την Ευρώπη σε παρατεταμένη ύφεση. Με άλλα λόγια, η επιμονή των χωρών της Βόρειας Ευρώπης στην εφαρμογή των μέτρων λιτότητας, προκειμένου να δημιουργηθούν στις μεσογειακές χώρες πρωτογενή πλεονάσματα για την πλήρη αποπληρωμή των χρεών τους, έχει εμπεδώσει το μη βιώσιμο μοντέλο της άνισης ανάπτυξης και της απόκλισης των οικονομιών (πιστωτών – δανειοληπτών) Βορρά – Νότου.

Το μοντέλο αυτό δεν συνηγορεί στην «αναίμακτη» αποπληρωμή των χρεών των χωρών του Νότου, αφού η Ελλάδα, π.χ., θα χρειασθεί 30 χρόνια εάν πετύχει πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών 3% του ΑΕΠ, 22 χρόνια με πλεόνασμα 4% (P. Hraouve, 2013) και το επίπεδο τού κατά κεφαλήν εισοδήματος του 2009 θα επιτύχει το 2025. Ομως, ποια οικονομία και πολιτικό σύστημα μπορεί να αντέξει τρεις δεκαετίες με λιτότητα, ύφεση, ανεργία και ένα περιβάλλον που δυνητικά αυξάνει το χρέος;

Επιπλέον, η αξιολόγηση των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης 2010 – 2013 στην Ελλάδα, π.χ., αναδεικνύει ότι οι πολιτικές λιτότητας είναι ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν την ύφεση, την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα, την ανεργία, το χρέος, τη γήρανση του πληθυσμού, τη χρηματοδότηση της οικονομίας και την επίτευξη πραγματικών (μέσω ανάπτυξης) και όχι λογιστικών (μέσω λιτότητας) πλεονασμάτων.

Με αυτά τα δεδομένα και τις δυσμενείς προοπτικές που προδιαγράφονται, οι επιλογές της Ευρώπης επιβάλλεται να είναι άμεσες, ουσιαστικές και αποτελεσματικές στην κατεύθυνση ανάσχεσης της ύφεσης, ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ζήτησης και ρευστότητας, αποκατάστασης των ανισορροπιών στην ΕΕ και των μακροοικονομικών και κοινωνικών μεγεθών στα κράτη – μέλη. Οι επιλογές αυτές απαιτείται να είναι ευρωπαϊκές, όχι επιλογές ανάδειξης της επικυριαρχίας των κρατών – μελών του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου. Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστική η διεξαγωγή των ευρωεκλογών οι οποίες πραγματοποιούνται περισσότερο σε επίπεδο κρατών – μελών και λιγότερο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Πράγματι, η στρατηγική επιλογή της επικυριαρχίας στην Ευρώπη, που κατά κύριο λόγο συντηρείται από την αντιπαράθεση της Γερμανίας (έθνος που δημιούργησε κράτος) και της Γαλλίας (κράτος που δημιούργησε έθνος – M. Aglietta, 2013), αποδείχθηκε ότι αναστέλλει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την τραπεζική ενοποίηση ενώ προωθεί την Ευρωπαϊκή Ενωση των κρατών – μελών με τη μεταξύ τους συνεργασία και διαβούλευση. Ακριβώς, πάνω σ’ αυτή την αντιπαράθεση επί της επικυριαρχίας στην ΕΕ βασίστηκαν ουσιαστικά οι ανεπιτυχείς επιλογές διαχείρισης του χρέους των μεσογειακών χωρών και οι λανθασμένες προτεραιότητες των ασκούμενων πολιτικών. Οι ΗΠΑ, π.χ., θεώρησαν ως επιλογή πρώτης (άμεσης) προτεραιότητας την υποστήριξη της ανάκαμψης και της απασχόλησης. Αντίθετα, στην ΕΕ η καταπολέμηση της ανεργίας θεωρήθηκε επιλογή μεσο-μακροπρόθεσμης προτεραιότητας, ενώ επιλογή πρώτης (άμεσης) προτεραιότητας χαρακτηρίστηκε η δημοσιονομική εξυγίανση (M. Aglietta, 2013) με τα γνωστά προβλήματα.

Κατά συνέπεια, αποδεικνύεται ότι για την Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές οικονομίες η ευρωπαϊκή επιλογή ανάσχεσης της ύφεσης και καταπολέμησης της ανεργίας δεν είναι το νέο πρόγραμμα στήριξης, της ελληνικής οικονομίας π.χ., με την εφαρμογή νέων μέτρων λιτότητας. Είναι η εμπροσθοβαρής επιλογή και προτεραιότητα στήριξης της ανάκαμψης και αύξησης της απασχόλησης. Αυτό σημαίνει ότι η ενίσχυση της ζήτησης θα δημιουργήσει σταδιακά συνθήκες ανάκαμψης στη μεσογειακή οικονομία, αύξηση θέσεων εργασίας, μείωση ελλειμμάτων και αποκατάσταση κοινωνικο-οικονομικών ανισορροπιών. Παράλληλα, η επιλογή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με την αγορά σημαντικού μέρους του υπάρχοντος δημόσιου χρέους των μεσογειακών χωρών και τη μερική διαγραφή του (ενίσχυση ρευστότητας), με την αύξηση της νομισματικής βάσης (έκδοση νέου χρήματος), θα ανακουφίσει τις χώρες του Νότου χωρίς να επηρεασθεί δυσμενώς η δημοσιονομική κατάσταση και σημαντικά το επίπεδο πληθωρισμού των βόρειων χωρών –δεδομένου ότι προσφέρονται στην οικονομική πολιτική δυνατότητες απορρόφησής του από την αύξηση της παραγωγικότητας, τον έλεγχο της ρευστότητας και το εύρος της πιστωτικής επέκτασης των μεσογειακών χωρών.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ