Το μάθημα των Θρησκευτικών αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης, όχι για το ίδιο το μάθημα αλλά για την εθνική μας ταυτότητα. Η Μαρία Ρεπούση φρόντισε μάλιστα η συζήτηση να πάρει ακραία μορφή συμπεριλαμβάνοντας και τα Αρχαία Ελληνικά. Η επιλογή της δεν έχει σχέση με κάποιο συνολικό φιλοσοφικό ή πολιτικό διακύβευμα αλλά αποτελεί μια εντελώς λαϊκίστικη προσωπική στρατηγική. Η Χρυσή Αυγή και η Μαρία Ρεπούση παίζουν το ίδιο παιχνίδι για να εξασφαλίσουν τη θέση τους στη Δεξιά και στην Αριστερά αντιστοίχως. Προσπαθούν να μας εγκλωβίσουν στο δίλημμα αν το κράτος θα επιβάλει την αθεΐα (δηλαδή έναν «αντίστροφο» προσηλυτισμό) ή την εθνοφυλετική «ορθοδοξία» του μίσους. Για το καλό όλων δεν πρέπει ποτέ να επιτρέψουμε στις ακραίες μειοψηφίες να διαμορφώσουν το ερώτημα στο οποίο θα απαντήσει η πλειοψηφία.

Το ίδιο το μάθημα των Θρησκευτικών ή των Αρχαίων Ελληνικών ή της Ιστορίας δεν θα είναι ποτέ προς διαπραγμάτευση –ακόμα και αν υπουργός Παιδείας γίνει η Μαρία Ρεπούση. Προς διαπραγμάτευση είναι πάντα οι μέθοδοι και οι στόχοι διδασκαλίας. Πώς, δηλαδή, τα παιδιά μας θα αποκτήσουν τα καλύτερα εφόδια για να επιτύχουν σε έναν έντονα ανταγωνιστικό κόσμο. Πώς θα γίνουν ευρωπαίοι πολίτες χωρίς να χάσουν την εθνική τους ταυτότητα. Πώς θα καταλάβουν γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία είναι αδιαπραγμάτευτες αρχές. Πώς θα μπορούν να αντέξουν το βάρος και την ευθύνη να είναι Ελληνες. Πώς θα κατανοήσουν ότι όποτε ο Ελληνισμός κουλουριάζεται σαν τον σκαντζόχοιρο οι ήττες και οι καταστροφές είναι αναπόφευκτες, ενώ όποτε ανοίγει τα φτερά του ως δικέφαλος αετός γράφει νέες σελίδες δόξας.

Τι σχέση, όμως, έχει με αυτούς τους στόχους το μάθημα των Θρησκευτικών; Σημαντικότατη, γιατί τελικά η Ορθοδοξία καθορίζει την ηθική και πολιτισμική συγκρότηση του έθνους μας. Η απάντηση στο ερώτημα αν η πίστη μας μας οδηγεί να χαρακτηρίσουμε τη Χρυσή Αυγή «γλυκιά ελπίδα» ή «μαύρη νύχτα» αφορά τους πάντες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, γιατί τελικά όλοι θα υποστούν τις συνέπειες της απάντησης.

Η ελληνική Αριστερά διαπράττει θανάσιμο λάθος όταν αντί να κατανοήσει την ανάγκη των καιρών επιμένει σε ξεπερασμένες αναλύσεις που αφορούν άλλες κοινωνίες με διαφορετική Ιστορία και εμπειρίες, παίζοντας έτσι το παιχνίδι της Ακροδεξιάς.

Το μάθημα των Θρησκευτικών κινδυνεύει λιγότερο από την Αριστερά και περισσότερο από εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως οι πιο φανατικοί υπερασπιστές του, επιδιώκοντας να του προσδώσουν έναν σκληρό κατηχητικό χαρακτήρα. Η κατήχηση είναι ευθύνη της Εκκλησίας και όχι της Πολιτείας, γι’ αυτό παρέχεται από ιερείς στις εκκλησίες κι όχι από επιστήμονες της Θεολογίας στα σχολεία. Ενα κατηχητικό μάθημα δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικό (διότι είναι ευθύνη του γονέα αν και σε ποιον θα επιτρέψει να κατηχήσει το παιδί του σε θέματα πίστης) και δεν μπορεί να βαθμολογείται, διότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να βαθμολογήσει την πίστη. Μόνο η γνώση μπορεί να βαθμολογηθεί.

Το πραγματικό ερώτημα, λοιπόν, για το μέλλον των Θρησκευτικών δεν είναι αν θα διδάσκονται, αλλά ποια Θρησκευτικά θα διδάσκονται. Στο ερώτημα αυτό έχουν ήδη απαντήσει οι εντεταλμένοι προς τούτο από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο Ιεράρχες μας (εισήγηση του σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου, 4/5/2012 και εισήγηση του σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, 5/11/2012), τα Τμήματα Θεολογίας, σημαντικότατοι θεολόγοι διεθνούς κύρους (π.χ. Μ. Μπέγζος ή Χ. Σταμούλης) αλλά και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής με το πιλοτικό πρόγραμμα για το μάθημα των Θρησκευτικών (βλ. «Τα Θρησκευτικά στο σύγχρονο σχολείο», Αρμός). Οποιος διαβάσει αυτά τα κείμενα θα αντιληφθεί το έγκλημα της Μαρίας Ρεπούση, αλλά και γιατί η Χρυσή Αυγή είναι στρατηγικός εχθρός του μαθήματος των Θρησκευτικών.

Ο μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος έχει πει ότι η παράδοση για να μένει ζωντανή πρέπει να αλλάζει. Κάθε μέρα, λοιπόν, που περνά χωρίς να αλλάζει το μάθημα των Θρησκευτικών τόσο απονομιμοποιείται μέσω των μαζικών απαλλαγών από τη διδασκαλία του, τόσο υπονομεύεται με την άτυπη υποκατάστασή του από άλλα μαθήματα ώστε να γίνουν πιο «ανταγωνιστικά» τα σχολεία και τόσο χάνουμε μια μοναδική ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.

Ο Γιώργος Καλαντζής είναι γενικός γραμματέας Θρησκευμάτων