Μην πυροβολείτε το αμερικανικό περιοδικό που είδε φιγούρες ντίσκο στην κλωτσοπατινάδα της Χρυσής Αυγής και χρησιμοποίησε τον σαρκασμό σαν ύστατο καταφύγιο. Εμείς πόσο ωφέλιμο πολιτικό χρόνο χάσαμε μέχρι να αντιληφθούμε τις λόγχες που κρύβαμε στον κόρφο μας; Κι αν στην ομάδα των ξένων ανταποκριτών μπορεί κανείς να καταλογίσει τους κώδικες της ποπ ανάγνωσης, τι πρέπει να πει για το σάουντρακ της κατσαρόλας που εξέθρεψε την κουλτούρα της βίας και την περιφέρει ακόμη και εντός του Κοινοβουλίου (εδώ, σε ρόλο μπλαζέ, η Ραχήλ Μακρή);

Ας κάνουμε την αυτοκριτική μας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που προσεγγίσαμε το φαιοχρυσαφί μπαϊράκι με όρους δαιμονοποίησης ή, αντιστοίχως, αφέλειας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που προστρέξαμε στα λυσάρια της Βαϊμάρης, θαμπωμένοι από τις –a priori ανιστορικές –συγκρίσεις. Τα ίδια και χειρότερα είχαμε τραβήξει, όταν στον πόλεμο του Αφγανιστάν διαβάζαμε τον διάλογο Αθηναίων και Μηλίων, σαν τυφλοσούρτη που άφησε ο Θουκυδίδης εσαεί.

Στην αρχή η Χρυσή Αυγή θύμιζε εξίσωση του τύπου «Καρατζαφέρης + λόγχες», για να καταλήξει εσχάτως στο «άλλο άκρο του εκκρεμούς». Αναζητώντας τον μνημονιακό μας χρόνο σε πλατείες και θούριους, χάσαμε τις δικτυώσεις του Μιχαλολιάκου στο θυμικό της «βαθιάς κοινωνίας». Ηταν κι αυτοί κάποτε μικροπρονομιούχοι, που έχασαν τα προνόμιά τους και προσέτρεξαν στον τεχνητό παράδεισο της καθαρής και φτωχής, πλην τίμιας, Ελλάδας.

Ενα παράδειγμα από την πρόσφατη μίνι θερινή έξοδο, πέριξ του Κορινθιακού. Καθώς φαίνεται, η ελληνική επαρχία έχει τούμπανο αυτό που εμείς φοβόμαστε και να ψελλίσουμε. Το άτυπο μποϊκοτάζ προϊόντων μοιάζει να έρχεται γραμμή από τα κεντρικά γραφεία της Μεσογείων. Μόνον αριθμό πρωτοκόλλου δεν έχουμε στα χέρια μας. Ντόπιοι που δεν αγοράζουν φρούτα από συγχωριανούς τους, επειδή είναι Αλβανοί. Αυτοκινητοπομπές γειτόνων που έχουν διαγράψει από τη λίστα με τα ψώνια το πολυκατάστημα γερμανικών συμφερόντων, επειδή «όλος ο τζίρος φεύγει στο Βερολίνο». Είναι οι παράπλευρες απώλειες της συνωμοσιολογίας που έχει διαβρώσει τα πάλαι ποτέ πράσινα και μπλε καφενεία.

Η σκέψη μπορεί να ακολουθήσει ασθμαίνοντας –κι αυτό μέχρι ένα σημείο. Μία ερώτηση είχε μείνει για το τέλος στην ευάριθμη ομήγυρη: «Καλά, και οι Ελληνες που δουλεύουν στα γκισέ όλων αυτών των πολυκαταστημάτων; Οι σεκιουριτάδες; Τα ενοίκια που πληρώνονται στους ιδιοκτήτες των οικοπέδων;».