Υστερα από περίπου δέκα χρόνια η Ελλάδα πρόκειται από την 1η Ιανουαρίου 2014 να αναλάβει την προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Θα είναι η πέμπτη κατά σειρά φορά που η χώρα θα ασκήσει την προεδρία από την ένταξή της στην ΕΕ το 1981. Η πέμπτη όμως προεδρία θα είναι σημαντικά διαφορετική από τις προηγούμενες. Πρώτα απ’ όλα, γιατί ο θεσμικός ρόλος της προεδρίας έχει αλλάξει καθοριστικά από τη Συνθήκη της Λισαβώνας. Η χώρα-μέλος δεν ασκεί πλέον την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της διάσκεψης κορυφής δηλαδή των αρχηγών των κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εδώ και τέσσερα χρόνια έχει μόνιμο, σταθερό πρόεδρο (τον Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ). Επομένως το κράτος-μέλος απαλλάσσεται από την κορυφαία λειτουργία της προεδρίας, αλλά και από μια τεράστια ευθύνη, οργανωτική και πολιτική.

Στο παρελθόν η άσκηση της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου συνεπαγόταν «γύρο των πρωτευουσών» (28 σήμερα) από τον πρωθυπουργό της χώρας, προκειμένου να ανταλλάξει απόψεις και να προωθήσει συμβιβασμούς. Επρόκειτο για επίπονη διαδικασία. Ολα αυτά σήμερα επιτελούνται από τον μόνιμο πρόεδρο. Ετσι, ο πρωθυπουργός της προεδρεύουσας χώρας έχει σχετικά περιορισμένο, αλλά όχι ασήμαντο, ρόλο. Ουσιαστικά δεν προεδρεύει σε κανένα όργανο της Ενωσης, αν και είναι «υποχρεωμένος» να εμφανισθεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να παρουσιάσει το πρόγραμμα προτεραιοτήτων και τον απολογισμό του έργου της προεδρίας. Επιπλέον, από το 2003 και μετά, όλα τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια (τυπικά ή άτυπα) πραγματοποιούνται στις Βρυξέλλες και όχι στο έδαφος της προεδρεύουσας χώρας, όπως συνέβαινε ώς τότε. Και η οργάνωση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αποτελεί τιτάνιο έργο υψηλού οικονομικού κόστους (όπως γνωρίζουμε όσοι ασχοληθήκαμε με τις τέσσερις προηγούμενες προεδρίες). Ακόμη, το νεοσυσταθέν Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής προεδρεύεται επίσης από μόνιμο πρόεδρο, σήμερα από την ύπατο εκπρόσωπο για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας Κάθριν Αστον. Ως εκ τούτου, ο υπουργός Εξωτερικών της προεδρεύουσας χώρας (ο κ. Ευ. Βενιζέλος στη συγκεκριμένη περίπτωση) δεν προεδρεύει του εν λόγω Συμβουλίου, αν και ο ρόλος του στις εργασίες του είναι σημαντικός. Μπορεί βεβαίως να προεδρεύσει (εάν το επιθυμεί) του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων. Τέλος, όπως είναι γνωστό, και το Eurogroup –το οιονεί δηλαδή Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών των χωρών-μελών της ευρωζώνης -, το οποίο λαμβάνει τις σημαντικές αποφάσεις για τη διαχείριση του ενιαίου νομίσματος, έχει μόνιμο, σταθερό πρόεδρο (σήμερα τον Γερούν Ντεϊσελμπλούμ). Δεν προεδρεύεται από τον υπουργό Οικονομικών της προεδρεύουσας χώρας, αν και ο τελευταίος προεδρεύει του σημαντικότατου Συμβουλίου Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων (Ecofin). Συνολικά, η χώρα-μέλος προεδρεύει εννέα διαφορετικών συνθέσεων του Συμβουλίου, που καλύπτουν θέματα όπως η διεύρυνση, η γεωργία, το περιβάλλον, η κοινωνική πολιτική κ.λπ.

Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι η προεδρία της χώρας-μέλους είναι ασήμαντη. Κάθε άλλο. Η προεδρία προσφέρει μια τεράστια ευκαιρία για κάθε χώρα-μέλος και ιδιαίτερα για την Ελλάδα. Ευκαιρία να «υπηρετήσει» την Ενωση, να προωθήσει την ατζέντα της, να αναδείξει τα θέματα και τις προτεραιότητες που επιθυμεί μέσα στο ευρύτερο πεδίο των ενωσιακών στόχων· να βάλει, με λίγα λόγια, τη σφραγίδα της στο ενωσιακό γίγνεσθαι. Επομένως, καθίσταται αυτονόητη η σημασία της για την Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια βρέθηκε στο επίκεντρο της ενωσιακής ατζέντας, συζητήσεων και, γενικά, ενδιαφέροντος, αλλά για αρνητικούς λόγους, εξαιτίας δηλαδή της δεινής οικονομικής κρίσης. Η προεδρία προσφέρει την ευκαιρία η χώρα να προβάλει σοβαρή εικόνα, να δείξει ότι, παρά τα προβλήματα και την κρίση, μπορεί να είναι αξιόπιστο, ενεργό μέλος της ενοποιητικής διαδικασίας. Με ρεαλιστικό πρόγραμμα προτεραιοτήτων μπορεί να συμβάλει στην προώθηση θεμάτων που αφορούν ευρύτερα την Ευρώπη και βεβαίως την Ελλάδα (ανάπτυξη, απασχόληση, συνοχή, ολοκλήρωση ΟΝΕ, μετανάστευση, ασφάλεια ΕΕ κ.λπ.). Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή έχει τόσο σε πολιτικό όσο και σε τεχνοκρατικό επίπεδο (ιδιαίτερα σε επίπεδο υπουργείου Εξωτερικών που έχει την κύρια ευθύνη για την άσκηση της προεδρίας) τις προϋποθέσεις να προβάλει αυτόν τον θετικό ρόλο. Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν δυναμικά τη μοναδική αυτή ευκαιρία με την κατάλληλη προετοιμασία.

Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών