Μπορεί ο γνωστός αμερικανός συγγραφέας Τζόναθαν Φράνζεν (αριστερά) να «στοχοποίησε» πρόσφατα τις γάτες ως τη βασική απειλή για την ύπαρξη των αγαπημένων του πτηνών, μερικοί όμως από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα ήταν φανατικοί φίλοι των οικόσιτων χνουδωτών αιλουροειδών

«Δεν αισθάνομαι καμία αντιπάθεια για τις γάτες και ουδέποτε την εξέφρασα», δήλωσε πριν από λίγες ημέρες με αποφασιστικότητα ο Τζόναθαν Φράνζεν. Και αν η συγκεκριμένη δήλωση δεν αποτελεί μια έκφραση μετάνοιας του διάσημου αμερικανού συγγραφέα, σίγουρα πρόκειται για μια προσπάθειά του να κατευνάσει την οργή των απανταχού γατόφιλων. Ο Φράνζεν –παθιασμένος παρατηρητής πουλιών (birdwatcher) εδώ και δεκαετίες –βρέθηκε μπλεγμένος σε μια διαδικτυακή διαμάχη που εκτυλίσσεται εδώ και ημέρες στις σελίδες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Στο κέντρο αυτής της ιδιότυπης αντιπαράθεσης βρίσκεται ο ίδιος και πιο συγκεκριμένα η υποτιθέμενη αντιπάθειά του προς τις γάτες, καθώς φέρεται να έχει δηλώσει πως σχεδόν τις μισεί επειδή κάθε χρόνο σκοτώνουν εκατοντάδες εκατομμύρια πουλιά.

Μπλέκοντας τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες του συγγραφέα της «Ελευθερίας» με τις προσωπικές του πεποιθήσεις, οι λάτρεις των γατών έφτασαν στο σημείο να του αποδώσουν τις ίδιες προθέσεις με τον πρωταγωνιστή του περίφημου δεύτερου μυθιστορήματός του: όπως ακριβώς ο Γουόλτερ Μπέργκλαντ αναζητεί έναν τρόπο για να σκοτώσει τη γάτα των γειτόνων του για να προστατέψει τα αβοήθητα πτηνά, έτσι ακριβώς και ο Φράνζεν «αγαπά τα πουλιά σε τέτοιον βαθμό ώστε να απεχθάνεται τις γάτες». «Σαφώς και δεν είναι όλες οι γάτες δολοφόνοι πουλιών», προσδιορίζει ο Φράνζεν, «αλλά όποιος έχει παρατηρήσει μια αδέσποτη γάτα να κυνηγά, αν συνειδητοποιήσει τον τεράστιο πληθυσμό τους, τότε δεν θα δυσκολευτεί να πιστέψει και τον υπερβολικό αριθμό των πουλιών που σκοτώνονται».

Η διαμάχη και η όλη παραφιλολογία που προέκυψε από τις αμφιλεγόμενες δηλώσεις του αμερικανού συγγραφέα έκαναν πολλούς φίλους των γατών να επικαλεστούν μια ανεπίσημη λογοτεχνική παράδοση που συνδέει κορυφαίους συγγραφείς με τα αγαπημένα τους αιλουροειδή κατοικίδια. Η λίστα είναι τεράστια, ας αναφέρουμε όμως εδώ κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις εμβληματικών μορφών της λογοτεχνίας, οι οποίες συχνά έβρισκαν στις γάτες τους την επικοινωνία που –λόγω ιδιοσυγκρασίας –δεν μπορούσαν να έχουν ακόμα και με ανθρώπους του οικείου περιβάλλοντός τους.

«Οι γάτες είναι

η ψυχή του σπιτιού»

Ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ ξεκίνησε την (έντονα συναισθηματική) σχέση της ζωής του με τις γάτες όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Κούβα στη δεκαετία του ’30, σχέση που «επισημοποιήθηκε» όταν σ’ ένα από τα ταξίδια του τού χάρισαν ένα εξαδάκτυλο γατάκι που ονόμασε Snowball (Χιονόμπαλα). Ο συγγραφέας αγάπησε το μικρό αιλουροειδές τόσο πολύ, ώστε όταν μετακόμισε στο διάσημο σπίτι του στο Κι Γουέστ της Φλόριδας το άφησε ελεύθερο στο κτήμα για να δημιουργήσει τη δική του αποικία χνουδωτών απογόνων. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’40 είχε στην κυριότητά του πάνω από είκοσι γάτες –στις οποίες αναφερόταν, μεταξύ άλλων χαϊδευτικών προσδιορισμών, ως «σπόγγους αγάπης» -, ενώ ακόμα και σήμερα κυκλοφορούν στους χώρους γύρω από το σπίτι στη Φλόριδα γύρω στους σαράντα μακρινούς απογόνους της Χιονόμπαλας, οι περισσότεροι εξαδάκτυλοι. Συχνά, δε, τα πολυδάκτυλα γατιά αποκαλούνται προς τιμήν του, «γάτες του Χέμινγουεϊ».

Δεν θα περίμενε ίσως κανείς από τον γκουρού της σκοτεινής, «περιθωριακής», δυστοπικής λογοτεχνίας και διά βίου χρήστη σκληρών ναρκωτικών, τον συγγραφέα του «Γυμνού γεύματος» και του «Τζάνκι» Γουίλιαμ Μπάροουζ να γράφει συγκινητικούς ύμνους στις γάτες του. Είχε γράψει όμως μια αυτοβιογραφική νουβέλα με τίτλο «The cat inside» («Ο γάτος μέσα μου»), ενώ οι τελευταίες καταχωρίσεις πριν από τον θάνατό του στα ημερολόγιά του είναι γεμάτες τρυφερότητα για τους αγαπημένους συντρόφους του: «Το μόνο πράγμα που μπορεί να επιλύσει τις συγκρούσεις είναι η αγάπη, σαν αυτή που ένιωσα για τον Φλετς και τον Ρούσκι, τον Σπόινερ και την Κάλικο. Αγνή αγάπη. Για όλες τις γάτες που είχα κάποτε και τώρα. Αγάπη; Ρωτάτε. Τι είναι; Το πιο φυσικό παυσίπονο του κόσμου. ΑΓΑΠΗ».

Αλλη περίπτωση που δεν είχε τη φήμη φιλικού και συναισθηματικού ατόμου στο λογοτεχνικό σύμπαν –είχε δηλώσει κάποτε ότι η φαντασία της λειτουργεί πολύ καλύτερα όταν δεν χρειάζεται να μιλά σε ανθρώπους –ήταν η Πατρίτσια Χάισμιθ. Η συγγραφέας των βιβλίων με ήρωα τον ψυχρό, κυνικό οπορτουνιστή Ρίπλεϊ μπορεί να μην αισθανόταν άνετα ανάμεσα σε ανθρώπους, επικοινωνούσε όμως σχεδόν τηλεπαθητικά με τους τετράποδους συντρόφους της. Η Χάισμιθ έκανε κυριολεκτικά σχεδόν τα πάντα συντροφιά με τις γάτες της –έγραφε πλάι τους, έτρωγε και κοιμόταν μαζί τους –φροντίζοντας να είναι στο πλευρό της ανά πάσα στιγμή μέχρι και τον θάνατο της στο Λοκάρνο της Ελβετίας το 1995.

Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο πιο σημαντικός ίσως εκπρόσωπος της αμερικανικής νουάρ λογοτεχνίας, συγκέντρωνε στα βιβλία του έναν σκοτεινό, μοιρολατρικό θίασο μοιραίων γυναικών, σκληρών ντετέκτιβ –με προεξέχοντα βέβαια τον Φίλιπ Μάρλοου -, αδίστακτων, κυνικών κακών και πάσης φύσεως περιθωριακών χαρακτήρων. Στην προσωπική ζωή του, πάντως, έβρισκε συχνά καταφύγιο από τις αλκοολικές/καταθλιπτικές τάσεις του στη συντροφιά της αγαπημένης του γάτας Τάκι.

Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, εικαστικός και κορυφαίος εστέτ, ο Ζαν Κοκτό υπήρξε το επίκεντρο ενός εκλεκτού κύκλου δημιουργών στο Παρίσι που κατά καιρούς περιελάμβανε εμβλήματα του 20ού αιώνα (σαν τον ίδιο), όπως ο Πικάσο, η Κοκό Σανέλ, η Μάρλεν Ντίτριχ. Εκτός των άλλων δραστηριοτήτων μιας αστείρευτα πολυσχιδούς ύπαρξης, ο Κοκτό ήταν φανατικός γατόφιλος και μάλιστα υπήρξε συνιδρυτής της λέσχης «Φίλων των Γάτων» στο Παρίσι. «Αγαπώ τις γάτες διότι αγαπώ το σπίτι μου και λίγο λίγο αυτές γίνονται η ορατή ψυχή του», είχε πει κάποτε.

Παρά την καταγωγή του από τον πολύχρωμο πλην ταπεινό αμερικανικό Νότο, ο Τρούμαν Καπότε –χάρη στο λογοτεχνικό ταλέντο και την έντονα κοσμοπολίτικη προδιάθεσή του –κατάφερε γρήγορα να εξελιχθεί στην «ψυχή του πάρτι» των κοσμικών κύκλων της Νέας Υόρκης. Συχνά κυκλοφορούσε με μια γάτα στην αγκαλιά του (φορώντας επίσης συχνά ρόμπα και παντόφλες ακόμα και σε νυχτερινές εξόδους), ενώ ο ανώνυμος γάτος της ηρωίδας στο «Πρόγευμα στο Τίφανι» παίζει έναν «κομβικό» ρόλο στην πλοκή τής πιο γνωστής του νουβέλας: «Είναι λίγο άβολο που δεν έχει όνομα. Αλλά δεν έχω το δικαίωμα να του δώσω: θα πρέπει να περιμένει ώσπου να ανήκει πραγματικά σε κάποιον. Εμείς γνωριστήκαμε ένα βράδυ στο ποτάμι, δεν ανήκουμε ο ένας στον άλλον. Είναι ανεξάρτητος όπως κι εγώ. Δε θέλω να μου ανήκει τίποτα μέχρι να βρω ένα μέρος όπου εγώ και το περιβάλλον θα είμαστε ένα…».