«Δόξα τω Δία! Ποιον άλλον να δοξάσω, αφού σε αυτό το βουνό ήμουν μια ζωή;» απαντά όταν τον ρωτούν σήμερα πώς είναι. Από το 1954 ώς το 2001, άλλωστε, «μάχιμος» στην «κατοικία των 12 θεών» του Ολύμπου έζησε, μαζί τους είχε «παρτίδες» εκεί πάνω, λέει. Γεννημένος το 1934 στο Λιτόχωρο Πιερίας, δίπλα στο βουνό έχει μεγαλώσει. Σε σπίτι κοντά στην άκρη του φαραγγιού του Ενιπέα, όπου από παιδί συνήθιζε να σκαρφαλώνει. Λίγο μεγαλύτερος, στα 18, το 1952, «παρέα με μερικούς ξυπόλητους», καμιά δεκαριά φίλους του, επιχειρούν την πρώτη τους μεγάλη ανάβαση. Φτάνουν ώς το καταφύγιο, την επομένη κατακτούν τελικά τον Μύτικα (2.918 μ.), την πιο ψηλή από τις κορυφές του Ολύμπου. Δύο χρόνια αργότερα η ομάδα αυτή είναι ουσιαστικά και ο πυρήνας για τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύνδεσμο (ΕΟΣ) Λιτοχώρου. Τότε είναι που ο ΕΟΣ ζητεί μια νέα γενιά από οδηγούς βουνού και ο Ζολώτας δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη.
Κώστας Ζολώτας: Ο «φύλακας» του Ολύμπου
Το Βουνό των θεών, τον Ολυμπο, το ξέρει πιο καλά από τον καθένα. Πενήντα ολόκληρα χρόνια το περπατούσε από άκρη σε άκρη ως οδηγός βουνού. Φέτος που συμπληρώνονται 100 χρόνια από την πρώτη επιτυχημένη ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή θα συναντήσει από κοντά εγγόνια και δισέγγονα των πρώτων ορειβατών που την κατέκτησαν
ΟΔΗΓΟΣ ΒΟΥΝΟΥ. Με δάσκαλό του τον Γιώργο Μιχαηλίδη, παίρνει το 1956 μαθήματα αναρρίχησης και ανεβαίνει πρώτη φορά στην Τούμπα (2.801 μ.). Τον επόμενο κιόλας χρόνο μαζί εκτελούν επιτυχώς μία από τις δυσκολότερες αναρριχήσεις, για πρώτη φορά στη δυτική ορθοπλαγιά του Μύτικα. Ακολουθούν η μία μετά την άλλη οι διαδρομές στο βουνό, οι ακόμα πιο δύσκολες χειμερινές αναβάσεις. Το 1958 γίνεται δόκιμος οδηγός βουνού, έναν χρόνο μετά λαμβάνει και τη σχετική πιστοποίηση. Στην πρώτη μεταπολεμική αναρριχητική σχολή που λειτουργεί στον Ολυμπο το 1959 ο Μιχαηλίδης τον παίρνει για βοηθό του. Με το που περατώνεται η επέκταση του καταφυγίου Α’, την οποία και ανέλαβε, του ανατίθεται από το 1960 και η διαχείρισή του. Κάνει για πρώτη φορά τη σήμανση προς τον Μύτικα από το Λούκι, ομοίως και από την πλευρά της Σκάλας. Τον ίδιο καιρό χαράσσει και το μονοπάτι των Ζωναριών, ώστε το πέρασμα να μπορεί να γίνεται και με μουλάρια.
Σήμερα είναι αδύνατον να μετρήσει τις φορές που βρέθηκε όλα αυτά τα χρόνια στα ψηλά. «Πενήντα χρόνια ζούσα εκεί πάνω. Νεότερος, ανεβοκατέβαινα ώς και δύο φορές την ημέρα, από τα 2.100 μ. μέχρι τον Μύτικα, οδηγός σε οργανωμένα γκρουπ ορειβατών. Ανάλογα με τον αναρριχητή και την κορυφή κάναμε δύο, τρεις ή και περισσότερες ώρες ποδαρόδρομο μέχρι να τη φτάσουμε. Ακόμη και με τα τέσσερα, χέρια-πόδια μαζί, ανέβα-κατέβα μέσα από περάσματα, έπρεπε να περπατήσουμε», περιγράφει. Τόσα πολλά έχει δει στις κορυφές και στις χαράδρες του ψηλότερου ελληνικού βουνού. «Οπτικά φαντάζει δύσκολο να το ανεβεί κανείς, τεχνικά ωστόσο δεν είναι. Σε μια τέτοια οροσειρά, πάντως, μπορείς εύκολα να την πατήσεις, όταν δεν λαμβάνεις υπόψη σου τις επικρατούσες συνθήκες, όταν υπερεκτιμάς τις δυνατότητές σου. Ο Ολυμπος δεν χαρίζεται σε κανέναν, σου λέει “αυτό είμαι, πρόσεξε”! Είναι απρόβλεπτος, με τόσες συχνές αλλαγές καιρού. Αλλα περιμένεις κι άλλα τελικά βρίσκεις εκεί πάνω», έχει να λέει.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ίδιος έχει κληθεί να συνδράμει σε 110(!) διασώσεις –το 1995, που συμπλήρωσε τις 100, η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε. «Πάντα, θυμάμαι, τρέχαμε να βοηθήσουμε οποιονδήποτε κινδύνευε. Πολλούς καταφέραμε να τους κατεβάσουμε ζωντανούς –μόνο δύο τραυματίες δεν τα κατάφεραν. Μέχρι και νεκρό φίλο μου πάνω σε μουλάρι χρειάστηκε να κατεβάσω! Σου μπαίνουν βαθιά στο πετσί σου τέτοιες σκληρές στιγμές». Ακόμη θυμάται, άλλωστε, και τους 6 νεκρούς από χιονοστιβάδα τον Δεκέμβριο του 1976, στο πλέον πολύνεκρο δυστύχημα στον Ολυμπο. «Είναι συγκλονιστικό να χάνεται γνωστό σου παιδί πάνω στο βουνό, επειδή ανέβηκε με την παρέα του χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό. Κι εσύ να πρέπει να πεις τότε στον πατέρα του πως σκοτώθηκε! Σου μένουν πληγές μετά, που, όπως αποδεικνύεται, δεν σβήνουν».
Εχει, ωστόσο, και τα ωραία του το βουνό αυτό, που επίσης του έχουν μείνει ανεξίτηλα. «Παρέα πέντε κοπέλες ήρθαν εδώ το 1958 από τη Γερμανία, να επισκεφθούν τον… Δία. Και τελικά βρήκαν τον Ζολώτα για να τις ανεβάσει στην κορυφή, μέσα από φοβερή κακοκαιρία, «που μας μούσκεψε ώς το κόκαλο! Κι όμως, τότε ήταν που γνώρισα μία από αυτές, την ορειβάτισσα Ιρμχιλντ Μάρμπι, και τέσσερα χρόνια αργότερα παντρευτήκαμε», αφηγείται. Αποκτούν τέσσερις κόρες, έχουν σήμερα και έντεκα εγγόνια. Ενδιάμεσα, από το 1959 ώς και το 1968, μένουν τον μισό χρόνο στο καταφύγιο, τον άλλο μισό στη Γερμανία. Στο διάστημα αυτό η σύζυγός του κάνει υπερωρίες: γράφει εκατοντάδες γράμματα σε ορειβατικούς συλλόγους της Γερμανίας και της Αυστρίας, σε ξένα πανεπιστήμια και τουριστικά γραφεία, ώστε να αλλάξει τις πληροφορίες των τουριστικών οδηγών για τον Ολυμπο, που είχαν να ανανεωθούν από το 1930. Πράγματι, στα επόμενα χρόνια οι αφίξεις είναι πλέον μαζικές, στο βουνό φτάνουν ορειβάτες από περισσότερες από 70 χώρες. Κάποιοι, πάντως, σαν να μην καταλάβαιναν πού έρχονταν: επιχειρούσαν να τον ανεβούν «ώς και με… σανδάλια, αθλητικά παπούτσια ή και με εξάρτυση θαλάσσης!», λέει ο 79χρονος.
ΦΥΛΑΚΑΣ-ΑΓΓΕΛΟΣ. Ο «καταφυγιάς», όπως τον αποκαλούν οι ορειβάτες, ο «μπαρμπα-Κώστας» για τους παλαιότερους, δεν παραλείπει και σήμερα να επισκέπτεται το λατρεμένο του βουνό. «Πέντε δεκαετίες στον Ολυμπο δεν σβήνονται σε μια μέρα. Αν και συνταξιούχος πια, κάτοικος Λιτοχώρου, εξακολουθεί να νιώθει την ίδια έλξη και αγάπη για το βουνό αυτό. Συνεχίζει να επισκέπτεται δυο-τρεις φορές τον χρόνο τα παλιά λημέρια του, για τη βόλτα του τα καλοκαίρια. Το ‘χει μέσα του, το υπεραγαπά, συγκινείται εδώ πάνω! Θέλει του χρόνου, στα 80 του, να τον αξιώσει ο Θεός να ανεβεί ξανά στον Μύτικα, μαζί με τα μεγαλύτερα από τα εγγόνια του», λέει η κόρη του, η Μαρία Ζολώτα, που ανέλαβε πλέον με τον σύζυγό της τη σκυτάλη στο καταφύγιο Σπήλιος Αγαπητός, το οποίο διαχειριζόταν επί 41 χρόνια ο πατέρας της. «Και στη μητέρα μας, και σ’ εμάς τα παιδιά του, το μικρόβιό του αυτό μας το κόλλησε. Μωρά μάς ανέβασε εδώ, τώρα έφερα και εγώ από δύο μηνών την κόρη μου! Ηταν ο φύλακας-άγγελος του βουνού, το πρόσεχε. Μας μύησε σ’ αυτή την ομορφιά του Ολύμπου και του το χρωστάμε!» λέει.
Τον ερχόμενο μήνα (20-21 Ιουλίου), ο κυρ Κώστας σκοπεύει να δώσει το «παρών» και στην 73η Πανελλήνια Ορειβατική Συγκέντρωση, στο Λιτόχωρο. Θέλει να ανταμώσει από κοντά με τα εγγόνια και τα δισέγγονα των δύο ελβετών ορειβατών, του Φρεντερίκ Μπουασονά και του Ντανιέλ Μποντ-Μποβί, που έναν αιώνα πριν, στις 2 Αυγούστου 1913, ανέβαιναν, παρέα με τον Χρήστο Κάκαλο, για πρώτη φορά στην κορυφή…