Λένε ότι το χρήμα δεν έχει πατρίδα και μάλλον έχουν δίκιο. Αν κρίνω από τη λίστα με τις οφσόρ, μπορεί το χρήμα να μην έχει πατρικό, έχει όμως οπωσδήποτε εξοχικό, τροχόσπιτο, σλίπινγκ- μπαγκ και αντίσκηνο. Δεν ξέρω τι καιρό κάνει στις Δυτικές Ινδίες και στον Παναμά, αν κουνιούνται τα φύλλα της χουρμαδιάς στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους ούτε κι αν στα Νησιά Καϊμάν τα νερά της θάλασσας ρηχά είναι μπείτε. Μπορώ, ωστόσο, να υποθέσω για ποιον λόγο το νεοπαγές ελληνικό κράτος είδε κι έπαθε μέχρι να γίνει επενδυτικά φερέγγυο και να βγάλει από το στρώμα ή από τις τράπεζες της αλλοδαπής το χρήμα από τον κόπο και την καπατσοσύνη των Ελλήνων της Διασποράς.

Δεν το λέω εγώ, το λέει ο εξ Αιγύπτου μεγάλος εθνικός ευεργέτης μας Γεώργιος Αβέρωφ: «Με καλείτε στην Ελλάδα. Θα προτιμούσα μάλλον να διορθώνατε μερικά πράγματα. Πρέπει να σταθεροποιήσετε πρώτα την οικονομία σας. Πρέπει να οργανώσετε τον κρατικό σας μηχανισμό. Προβείτε στις μεταρρυθμίσεις αυτές και τότε, ίσως με τη βοήθεια του Θεού, το πόδι μου να πατήση την πόλη αυτή, που αποτελεί το μοναδικό και ανεκπλήρωτο ακόμη όνειρο της ζωής μου». Δεν το είπα εγώ. Το είπε ένα βοσκόπουλο από το Μέτσοβο, το έβδομο από τα επτά παιδιά των γονιών του, που ξενιτεύτηκε ξεβράκωτο για να διαπρέψει στις επιχειρήσεις εισαγωγών – εξαγωγών βάμβακος της Αλεξάνδρειας. Ξελάσπωσε την αγγλική υφαντουργία εξάγοντας τεράστιες ποσότητες αιγυπτιακού βάμβακος, εισήγαγε από τη Ρωσία χρυσοκλωστές για τις στολές των κοκέτηδων πασάδων και πάτσισε πουλώντας χουρμάδες στους Ρώσους, ίσως δε και πάγο στους Εσκιμώους. Βρισκόμαστε στα μισά του 19ου αιώνα κι ακόμα να ξημερώσει.