Μια πολιτικός στο Λονδίνο των αρχών της δεκαετίας του 1970 ξεκινά να διασχίσει τον δρόμο χωρίς να προσέξει –πράγμα ασφαλώς παράξενο –το διπλό κόκκινο λεωφορείο που κινείται προς το μέρος της. Ο οδηγός του λεωφορείου φρενάρει αλλά είναι αργά. Εκείνη καταλήγει κάτω από τις ρόδες του και παραδίδει σχεδόν ακαριαία το πνεύμα. Η πολιτικός είναι σχετικά γνωστή, η είδηση προκαλεί ένα κάποιο σοκ αλλά έπειτα από λίγο καιρό έχει ξεχαστεί. Η ζωή συνεχίζεται και οι μόνοι που μένουν να τη θυμούνται με πραγματικό πόνο είναι ο επιχειρηματίας σύζυγός της που τη λάτρευε και τα δίδυμα παιδιά τους που δεν έχουν κλείσει ακόμη τα είκοσι.

ΠΟΣΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ θα ήταν, λοιπόν, η Βρετανία εάν δεν είχε γίνει πρωθυπουργός η Μάργκαρετ Θάτσερ κάπου εννέα χρόνια μετά το φανταστικό της δυστύχημα; Για τα έντεκα χρόνια της πρωθυπουργίας της έχουν γραφτεί πολλά, πολλά έχουν γραφτεί και για τη Βρετανία που παρέδωσε. Αλλά τη Βρετανία που παρέλαβε την έχει σκεπάσει σχεδόν η λήθη. Ο ιστορικός Ντομινίκ Σάντμπρουκ υπενθυμίζει ότι εκείνη η Βρετανία ήταν μια χώρα σε παρακμή, ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης. Οι πόλεις της ήταν γκρίζες και καταθλιπτικές, η μία απεργία διαδεχόταν την άλλη, η Βόρεια Ιρλανδία έβραζε. Το κυριότερο, όμως, ήταν ότι εκείνη η κοινωνία ενός κόσμου που άδειαζε τα εργοστάσια όταν τέλειωνε η βάρδιά του για να γεμίσει τις παμπ μέχρι τις 11 το βράδυ είχε αρχίσει να κλείνει τον κύκλο της. Η βρετανική κοινωνία άλλαζε ήδη. Με τη Θάτσερ άλλαξε πιο γρήγορα και πιο βίαια. Αλλά θα ανακάλυπτε και χωρίς την υπερσυντηρητική κόρη τού μπακάλη από το Γκράνθαμ την απορρύθμιση της αγοράς, τον καπιταλισμό-καζίνο, τον καταναλωτισμό.

ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ η Θάτσερ είχε δημιουργήσει για τον εαυτό της τη μαγική εικόνα του μαριονετίστα που κρατάει τα νήματα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Αρκεί να διαλύσει κανείς μερικούς μύθους για να αντιληφθεί ότι η κοινωνία εκείνη είχε τη δική της δυναμική. Η Θάτσερ είχε δεσμευτεί ότι θα αποκαθιστούσε τον νόμο και την τάξη αλλά οι περισσότερες ταραχές καταγράφτηκαν επί των ημερών της. Είχε υποσχεθεί ότι θα επανέφερε τις αξίες της βικτωριανής εποχής, αλλά τα διαζύγια, οι αμβλώσεις και η κατανάλωση ναρκωτικών εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Το δόγμα της ήταν λιγότερο κράτος, αλλά οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν τα εννέα από τα έντεκα χρόνια που κυβέρνησε. Ο Ντομινίκ Σάντμπρουκ διακινδυνεύει μια πρόβλεψη στην ηλεκτρονική έκδοση του BBC: ο κόσμος στο μέλλον θα θυμάται τη Μάργκαρετ Θάτσερ μόνο ως μια γυναίκα πρωθυπουργό, περισσότερο Κυρία και λιγότερο Σιδηρά. Ο ίδιος, όμως, δεν θυμάται και πολλά, ήταν μόλις πέντε ετών όταν η Θάτσερ πέρασε τη μαύρη πόρτα στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ. Ο Ντέιβιντ Ααρόνοβιτς των Times ήταν 24. Και σε εκείνα τα έντεκα χρόνια θυμάται τον εαυτό του να αισθάνεται μονίμως ξένος στην ίδια του τη χώρα.