Το υπουργείο Εσωτερικών απέστειλε έγγραφο που καλεί τις περιφερειακές διοικήσεις και τους δήμους σε αναστολή των διαδικασιών για την κτήση ιθαγένειας (υποβολή νέων αιτημάτων, εξέταση φακέλου, δημοσίευση απόφασης, ορκωμοσία, εγγραφή στα δημοτολόγια). Ποια η αιτιολόγηση; «Ενόψει προσεχούς δημοσιεύσεως της αποφάσεως του ΣτΕ που αφορά στον έλεγχο της συνταγματικότητας των άρθρων 1α και 24 του Ν. 3838/2010».

Ηδη δήμαρχοι που κλήθηκαν από τον κ. υπουργό να αγνοήσουν τον ισχύοντα νόμο επισήμαναν πως η αιτιολογία παραβιάζει καταφανώς και πρωτοφανώς την αρχή της νομιμότητας. Απάντησαν δηλαδή το προφανές ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία της Δημοκρατίας είναι ο σεβασμός όλων στις αποφάσεις των δικαστηρίων, οι οποίες αναπτύσσουν τα έννομα αποτελέσματά τους από τη δημοσίευσή τους. Πιο απλά, δεν νοείται μη τήρηση του νόμου από κάποιον δημοτικό υπάλληλο ή από τη δημοτική Αρχή με την επίκληση επικείμενης δημοσίευσης δικαστικής απόφασης. Κάτι τέτοιο επισύρει απειλή πειθαρχικής ή και ποινικής δίωξης.

Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες νομικές γνώσεις για να αντιληφθούμε πως οι διαρροές για την απόφαση του ΣτΕ δεν αρκούν για να παύσει η εφαρμογή του ισχύοντος νόμου. Ακόμη και η ίδια η φημολογούμενη απόφαση του ΣτΕ, όταν εκδοθεί και δημοσιευθεί νομίμως, δεν θα προκαλέσει αυτομάτως αναστολή ισχύος ή εφαρμογής του νόμου. Δεν μπορούμε με βάση φήμες και διαρροές να αγνοήσουμε όσους καλόπιστα κίνησαν τις διαδικασίες υπαγωγής τους στον ισχύοντα τρόπο κτήσης ιθαγένειας. Εφαρμογή του υπουργικού εγγράφου σημαίνει ότι η διοίκηση θα απαντά σε αυτούς τους ανθρώπους: «Εχουμε ατύπως (και παρατύπως) πληροφορηθεί ότι το ΣτΕ στο μέλλον θα εκδώσει μια απόφαση και μέχρι τότε δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε όπως ορίζει ο σημερινός νόμος».

Το αναπόφευκτο ερώτημα είναι πώς ακριβώς εννοούμε, και κυρίως πώς εννοεί η κυβέρνηση, την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας. Τι σηματοδοτεί ένα τέτοιο έγγραφο που εκδόθηκε μάλιστα μόλις μία ημέρα μετά την εντολή Σαμαρά για νομοθετική πρωτοβουλία «εντός μίας εβδομάδος» από τη διαρροή στοιχείων της απόφασης του ΣτΕ που ακόμα δεν έχει εκδοθεί; Τι μήνυμα στέλνει αυτή η σπουδή; Ολοι γνωρίζουν την εκπεφρασμένη βούληση του μεγαλύτερου από τα τρία κυβερνητικά κόμματα να καταργήσει τον ισχύοντα νόμο. Ολοι γνωρίζουν πως αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του Πρωθυπουργού να το κάνει, εάν και όταν εξασφαλίσει την απαραίτητη προς τούτο κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τι προσφέρουν λοιπόν τέτοιοι θεσμικά άστοχοι χειρισμοί; Ο σεβασμός προς τις δικαστικές αποφάσεις προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα να προλαβαίνουν αυτές να εκδοθούν. Ετσι θα είμαστε όλοι σε θέση να πληροφορηθούμε και να αξιολογήσουμε το περιεχόμενο και το σκεπτικό τους. Κάθε απόπειρα νομοθέτησης στο όνομα δικαστικών αποφάσεων αλλά ερήμην τους δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες στο ήδη κλονισμένο κύρος των θεσμών.

Γενικότερα σε ό,τι αφορά την υπόθεση της ιθαγένειας, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, ειδικά στις σημερινές συνθήκες, την πολιτική υπεραξία ενός τόσο φορτισμένου ζητήματος. Θα είναι όμως εγκληματικό να θυσιαστούν στον βωμό πολιτικών σκοπιμοτήτων βασικοί όροι διασφάλισης της στοιχειώδους κοινωνικής συνοχής και πολιτικής λειτουργίας. Δεν δικαιούται κανείς να ξεχνά πως η δεύτερη μεταναστευτική γενιά στέκει μετέωρη απέναντι στο ενδεχόμενο ανατροπής του κώδικα ιθαγένειας. Μετέωρη στέκει και η στοιχειώδης κοινή λογική. Δεν νοείται σοβαρή συζήτηση για αναθεώρηση του νόμου για την ιθαγένεια με ρητορική του τύπου, «οι Πακιστανοί μαθαίνουν για τον νόμο Ραγκούση και έρχονται εδώ να πάρουν ιθαγένεια». Τέτοιες εξάρσεις ανεύθυνης κινδυνολογίας, που δυστυχώς έχουμε ακούσει από υπεύθυνα χείλη, παραβιάζουν την κοινή λογική και την αξιοπρέπεια του δημόσιου διαλόγου. Η εκφορά λόγου επιπέδου και ύφους Παναγιώταρου μόνο τον τελευταίο μπορεί να ωφελεί.

Εν ολίγοις, το έγγραφο του υπουργείου φέρει βαρύ φορτίο συμβολικής και ουσιαστικής αμφισβήτησης της αρχής της νομιμότητας. Η ανάκλησή του αποτελεί μονόδρομο μέχρι την έκδοση της απόφασης του ΣτΕ. Στη συνέχεια, συντεταγμένα οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να αξιολογήσουν το σκεπτικό της και να τοποθετηθούν δημόσια και υπεύθυνα. Τα παιχνίδια με φήμες και διαρροές ευνοούν μόνο τους θιασώτες του αντικοινοβουλευτισμού.

Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου