Είναι θέμα καταγωγής; Οικογενειακής αγωγής; Σπουδών; Εμπορικού δαιμόνιου; «Κενών» στην τεχνοκρατική αντίληψη και θέαση της ζωής; Αγάπης ή εμμονών;

Τι ωθεί έναν Θεσσαλονικιό με σπουδές Business Administration στο Αμερικανικό Κολέγιο της πόλης, με σπουδές στην Ελβετία και την Αμερική τον καιρό της χούντας, έναν συνεχιστή της οικογενειακής επιχείρησης εμπορίας αυτοκινήτων και γεωργικών μηχανημάτων, έναν σύζυγο, πατέρα και επιχειρηματία να ταξιδεύει συνεχώς, να χάνεται σε υπόγεια παλαιοπωλεία στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ελβετία, τη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη ψάχνοντας για… οτιδήποτε;

Αναζητά γκραβούρες, χάρτες, γραμματόσημα, παλιοκαιρισμένες φωτογραφίες, φωτογραφικά πλακάκια, καρτ ποστάλ, μαντίλια με τυπωμένο πάνω τους τον Λευκό Πύργο, Souvenir de Salonique που έστελναν νεαροί «fous pour l’ Οrient» (τρελοί με την Ανατολή) γάλλοι, εγγλέζοι, αυστριακοί φαντάροι των συμμαχικών στρατευμάτων που κατέκλυσαν την πόλη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις νεαρές αγαπημένες και στις οικογένειες τους σε καλοζωισμένα χωριά της Εσπερίας.

ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ. Μόνο αυτή την περίοδο γίνονται στη Θεσσαλονίκη δύο μεγάλες εκθέσεις με υλικό από τις συλλογές του που «βουτούν» περί τα 300 χρόνια πίσω. Στην ιστορία της πόλης που ήταν και ελληνική και οθωμανική και εβραϊκή και βυζαντινή. Καίρια υπενθύμιση, ειδικά τώρα που η Θεσσαλονίκη επιχειρεί με αφορμή τα 100ά της «ελληνικά» γενέθλια, τον εθνικό, αισθητικό και κοινωνικό της αυτοπροσδιορισμό.

Ο Αγγελος Παπαϊωάννου αγόρασε, συγκέντρωσε, συνέλεξε, χάρισε, πούλησε, εμπιστεύτηκε για ψηφιοποίηση και καταγραφή χιλιάδες μέρη και μέλη των συλλογών. Χιλιάδες φωτογραφίες από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αι. (μέρος τους ψηφιοποιήθηκε από το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης), περί τις 1.300 καρτ ποστάλ που απεικονίζουν στοιχεία της πόλης από τα μέσα του 19ου αι. έως το 1913 (μέρος τους παραχωρήθηκε, ψηφιοποιήθηκε, μελετήθηκε και εκτίθεται μαζί με άλλες του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, ΕΛΙΑ, στην έκθεση «Η Δύση της Ανατολής» στις εγκαταστάσεις του Πολιτιστικού κέντρου του ΜΙΕΤ), σειρά από χάρτες της πόλης του 19ου αι. και άλλα αντικείμενα των συλλογών του εμπιστεύτηκε και εκτίθενται από σήμερα στη μεγάλη έκθεση «Η Θεσσαλονίκη των συλλεκτών», στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες (με προγόνους «ταξιδευτές» ανάμεσα σε Αδριανούπολη, Χίο, Αϊβαλί, τη βουλγάρικη Βάρνα, την Αγχίαλο της Ανατολικής Ρωμυλίας) ο 62χρονος συλλέκτης προτιμά να αυτοπροσδιορίζεται: «Είμαι Βυζαντινός εγώ!». Η Θεσσαλονίκη τον συγκινούσε πάντα. Ηταν και παραμένει, μόνο αυτή, το αντικείμενο της συλλεκτικής μανίας του.

«Ηταν η πόλη που με συγκλόνιζε από παιδί. Ηταν πάντα σημαντική. Ποτέ δεν εξέπεσε. Ξέρετε πολλές πόλεις σημαντικές σε διαχρονία 2.500 χρόνων; Ηταν η σημαντικότερη πόλη στη Ρωμαιοκρατία, στο Βυζάντιο, στην οθωμανική περίοδο. Δεν είναι τυχαίο. Μη βλέπετε τη σύγχρονη πόλη. Προσπαθούμε να σώσουμε μνήμες αυτής της Θεσσαλονίκης. Της πολυπολιτισμικής, της πολυθρησκευτικής, της πολυεθνικής. Τι κρίμα που κανείς δήμος δεν φρόντισε να δημιουργηθεί ένα Μουσείο Πόλης της Θεσσαλονίκης», λέει.

Οχι. Κανείς από τους πρόσφυγες «ταξιδευτές» ανά το Αιγαίο και τα Βαλκάνια προγόνους, κανείς από τους γόνους του, δεν είχε ανάλογη «εμμονή». Δεν είναι κληρονομιά το χάρισμα. Αρχισε ως φιλοτελιστής στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τριάντα χρονών, επιχειρηματίας, σύζυγος, πατέρας, πολυάσχολος, κοινωνικά δικτυωμένος, πρόεδρος των αποφοίτων του Κολεγίου Ανατόλια για εννέα χρόνια και μέλος ΔΣ του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα για άλλα εννέα χρόνια. Πάντα στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς και ο αδελφός του έφυγαν στην Αθήνα. Ο ίδιος ακολούθησε αλλά άντεξε μόνο έξι μήνες. «Εδώ, στη Θεσσαλονίκη, είναι ο κόσμος μου. Είναι ο κόσμος όλος», ισχυρίζεται.

Τα γραμματόσημα παρέμειναν η μεγάλη αδυναμία του. Ειδικά αυτά της Θεσσαλονίκης καθώς η μεγάλη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε το προνόμιο να εκδίδει δικά της γραμματόσημα και οι μεγάλες δυνάμεις να έχουν εγκαθιδρύσει σε αυτή δική τους ταχυδρομική υπηρεσία. Ανάλογα προνόμια είχαν μόνο πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Χάιφα, η Σμύρνη.

Τα γραμματόσημα έφεραν και τα βιβλία. Πολλά και παλιά βιβλία. Κυρίως Ιστορίας. Επρεπε οι εικόνες των γραμματοσήμων, οι αιτίες των εικόνων, οι αιτίες των σφραγίδων τους να διερευνηθούν. Η μελέτη της Ιστορίας έγινε το μέσο για καλύτερες, σπανιότερες, τεκμηριωμένες εικόνες. Η καινούργια «τρέλα» του τα βιβλία της Ιστορίας, η καινούργια συλλογή. Υστερα ήρθαν οι φωτογραφίες, οι καρτ ποστάλ, οι χάρτες, τα αντικείμενα, τα βιβλία, ακόμα και τα… μπουκάλια.

ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΑ ΠΑΖΛ. Στην κουζίνα του σπιτιού του φυλάει τη συλλογή του από μπουκάλια μπίρας. Περί τα 200, όλα διαφορετικά και όλα γεμάτα. «Χωρίς το περιεχόμενο θα ήταν… κενά περιεχομένου», υποστηρίζει. Επιχείρησε κάποτε να συλλέξει και μπουκάλια ουίσκι. Και πίπες και τσιμπούκια και καπνούς, αλλά έκοψε το κάπνισμα, μαζί και τη συλλογή.

Παρότι έμπορος αυτοκινήτων, δεν συνέλεξε ποτέ αυτοκίνητα. Είχε πάντα ένα για τρία, πέντε, δέκα χρόνια. Οσο ήταν χρήσιμο και ικανό. Αυτοκίνητα εξάλλου δεν παράγονται στη Θεσσαλονίκη, δεν αναδεικνύουν την πόλη. Ως αντικείμενα είναι αρκετά «καινούργια» και σε κάθε περίπτωση, «ας φροντίσουν γι’ αυτά οι συλλέκτες του μέλλοντος».

Υστερα ήρθε το Ιντερνετ, οι ηλεκτρονικές δημοπρασίες και η οικονομική κρίση. Πούλησε κάποιες από τις συλλογές, αγόρασε άλλες, τελευταία περιορίστηκε στα βιβλία Ιστορίας («εκτός από μελέτη θέλουν και ξεσκόνισμα τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο και η σύζυγός μου γκρινιάζει λίγο αν και με βοηθά»).

Εκείνος όμως επιμένει. «Είναι απτή ιστορία οι φωτογραφίες, οι κάρτες, οι χάρτες, τα αντικείμενα. Είναι συγκλονιστικό να κρατάς την Ιστορία στα χέρια σου. Η Ιστορία είναι ένα παζλ με χαμένα κομμάτια και ο συλλέκτης, αυτός που θα τα βρει, θα τα αγοράσει, θα τα κρατήσει στα χέρια του, θα ενώσει το παζλ και ύστερα θα το χαρίσει, θα το πουλήσει, θα το αποσυναρμολογήσει για να έρθει ο επόμενος ιστορικός – συλλέκτης για να το ενώσει πάλι».