Καθώς οι μέρες για την έναρξη των νέων διαπραγματεύσεων με την τρόικα μετρούν αντίστροφα, πληθαίνουν οι δηλώσεις – προειδοποιήσεις αξιωματούχων της ευρωζώνης και του ΔΝΤ για τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ.

Μπλόφα για να αποδεχθούμε τους νέους σκληρούς όρους και τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας του Μνημονίου ή μια σκληρή πραγματικότητα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ελλάδα αν δεν υπάρξει συμφωνία στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης;

Μπορεί, πλέον, η ευρωζώνη να αντέξει το κόστος μιας αποχώρησης της Ελλάδος από το ευρώ, όπως αφήνουν να εννοηθεί όσοι μας δείχνουν την πόρτα της εξόδου, ή πρόκειται για μια καλοστημένη επιχείρηση πειθαναγκασμού του ελληνικού λαού στα νέα μέτρα λιτότητας;

Το τελευταίο δεν θα το μάθουμε ποτέ, ενώ η απάντηση στο πρώτο ερώτημα μπορεί να έλθει μόνον αν η χώρα μας δεχθεί να αναλάβει το τεράστιο ρίσκο της εξόδου. Αξίζει, όμως, να αναληφθεί αυτό το ρίσκο;

Αξίζει η επικίνδυνη «ζαριά» για το μέλλον της χώρας, όταν είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στους ευρωπαϊκούς πόρους για τις υποδομές της, ότι παράγει πολύ λιγότερα από όσα καταναλώνει, αλλά και όταν είναι γενικά αποδεκτό ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές του Μνημονίου πρέπει ούτως ή άλλως να προχωρήσουν για να «ξεμπλοκάρει» η οικονομία και να έλθει η ανάπτυξη;

Στο μέτωπο αυτό πρέπει να ρίξει το βάρος, ούτως ή άλλως, η κυβέρνηση. Για να βελτιώσει το κλίμα στις αγορές και να δώσει ένα ισχυρό μήνυμα στους εταίρους της. Γιατί έτσι θα έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει και επιπλέον χρόνο για την εφαρμογή του προγράμματος, και περισσότερη ισχύ στη διαπραγμάτευση με την τρόικα προκειμένου να μην επιβληθούν νέα σκληρά μέτρα λιτότητας που θα καταδικάσουν σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση την οικονομία.