Οταν το 1987 εκδίδεται «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υποστηρίζει την Περεστρόικα και την ύφεση στις διεθνείς σχέσεις. Αν τα περιστατικά που συνδέονται με ένα τέτοιας τάξεως πολιτικό γεγονός είχαν συμβεί 20 χρόνια πριν, «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» δεν θα είχε γραφεί ή θα ήταν άλλη η μορφή της, πολύ πιο περιορισμένης εμβέλειας. Οπως δεν θα μπορούσε να γραφεί μερικά χρόνια αργότερα, μετά την κατάρρευση του Σοσιαλισμού. Γιατί;

Τοποθετημένο το μυθιστόρημα μέσα σε μια τριακονταετία (1940-1970), αποτελεί έναν καθρέφτη της νεοελληνικής ζωής των χρόνων αυτών, με όλα όσα δραματικά ή και τραγικά πολλές φορές την στοιχειώνουν. Δηλαδή Κατοχή, Δεκέμβρης, Εμφύλιος, Δικτατορία. Κι αν οι εποχές της Κατοχής, του Δεκέμβρη και του Εμφυλίου χωρίζονται μεταξύ τους με μια ανάσα ή συμπλέκονται σφιχτά, η απόσταση από τη Δικτατορία μπορεί να λογαριαστεί σε μια εικοσιπενταετία που φτάνει κάποια στιγμή να γίνει δεκαπενταετία. Είναι το μεγάλο εύρημα και το ατού του μυθιστορήματος.

Μια συντροφιά φίλων, με κορυφαία την Ελένη, την αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, έχοντας περάσει όλοι τους ως κομμουνιστές τα πάθη του σπόρου και του λιναριού, όντας οργανωμένοι, βρίσκονται αμέσως μετά τη Δικτατορία στην Ελλάδα, εξόριστοι στο Παρίσι. Προκειμένου να εξασφαλίσουν τον επιούσιο, εργάζονται ως κομπάρσοι σε ταινίες. Αποκαμωμένοι και απηυδισμένοι όλοι τους, μη θέλοντας όμως να το ομολογήσουν, όχι μόνο ο ένας στον άλλον, αλλά συχνά ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό, με το όραμα της Επανάστασης να έχει σβήσει μέσα τους, ζουν με τις αναμνήσεις μιας εποχής, που όλα διαγράφονταν, μέσα σε τραγικά αντίξοες για τους ίδιους συνθήκες, ελπιδοφόρα.

Στην ουσία το μυθιστόρημα εικονογραφεί την οδύσσεια της ηρωίδας του, της Ελένης, να κατορθώσει να φτάσει στην Τασκένδη, όπου έχει καταφύγει ο αρραβωνιαστικός της, ο Αχιλλέας, ο αντάρτης, ο καπετάνιος, όπως τον αποκαλούν οι σύντροφοί του. Για όσους γνωρίζουν τα περιστατικά αυτά, μόλις εκδόθηκε το μυθιστόρημα, το 1987, αρκετοί ανάμεσά τους υπέθεσαν ότι ο Αχιλλέας ήταν ο σύζυγος της Αλκης Ζέη, ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Σεβαστίκογλου που πέθανε το 1991, καθώς τα περιστατικά που εξιστορούνται στο βιβλίο ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό σε πραγματικά γεγονότα. Η ίδια όμως η συγγραφέας ισχυρίζεται πως τη στιγμή που ανακάλυψε ότι ο Αχιλλέας δεν θα είναι ο Σεβαστίκογλου, αλλά κάποιος άλλος τελείως διαφορετικός, ένιωσε την ορμή για να μπορέσει να γράψει το μυθιστόρημα.

Αλλωστε, όπως η ίδια έχει εξομολογηθεί, δεν την ενδιέφερε να γράψει μια αυτοβιογραφία, αλλά ένα πεντακάθαρο μυθιστόρημα. Διαφορετικά δεν θα μπορούσε «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» να είναι όπως την περιέγραφε, τέλος της δεκαετίας του ’80, στα «ΝΕΑ», ο Κώστας Σταματίου: «Ενας αποχαιρετισμός στα όπλα, στο όνειρο και στο όραμα ενός ολόκληρου κόσμου, ένα ρέκβιεμ για τη γενιά της νικηφόρας επανάστασης που χάθηκε».

Οσο πολλά και ενθουσιαστικά είναι τα κείμενα που γράφτηκαν για την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», άλλο τόσο αφθονούν οι ιδιωτικές μαρτυρίες, με κορυφαία ενός Θεσσαλονικιού που έγραφε σε γράμμα του προς την Αλκη Ζέη: «Λέγομαι Αχιλλέας, είμαι φτυστός ο Αχιλλέας του βιβλίου! Ημουνα στον Δημοκρατικό Στρατό και αν ζούσε η γυναίκα μου θα με ρωτούσε: «Μα πότε γνώρισες αυτή τη συγγραφέα και της διηγήθηκες την ιστορία σου;»». Για να καταλήξει: «Τώρα είμαι ένας γερασμένος ανανεωτικός. Αραγε πόσους παράδες πιάνω;». Αν όμως το παράπονο και η οιμωγή, μαζί με μια αδιόρατη αίσθηση χιούμορ και απόμακρης αισιοδοξίας, στοιχειώνουν τις περισσότερες σελίδες της «Αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα», σε βαθμό που θα έλεγε κανείς ότι το βιβλίο αυτό έχει εμπνεύσει, χωρίς βέβαια να έχει συμβεί, τους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου «Η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία», μένει ωστόσο κάτι ακόμη πιο παρήγορο. Οταν όλα τα πρόσωπα του βιβλίου και τα βάσανά τους, και ο Πάνος, και ο Ευγένιος, και η Αννα, και ο Στέφανος, και ο Σεριόζα, και το Κατινάκι (Θεέ μου, τι μορφή), και η Λίζα, και ο Κωστής, και η Ρένα, και η Ματίνα, και η Λένα, και η Μαρία, και η «σκοινοθέτρια» (που έπνιξε τον άντρα της με το σκοινί της μπουγάδας), θα έχουν σβήσει ακόμη και από τις μνήμες των απογόνων τους, θα υπάρχει το βιβλίο «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» για να τους επαναφέρει στη συλλογική συνείδηση και μνήμη ως ανθρώπους που κάποτε υπήρξαν. Κι αν οι ζωές τους δεν βοηθήσανε ώστε να αλλάξουνε τα πράγματα, το δικό τους το χνάρι, αν και αποτυπωμένο σε ένα βιβλίο, δεν υπήρξε χάρτινο. Κάτι που μ’ έναν άλλο τρόπο μάς το είπε και ο Μάνος Χατζιδάκις με το «Χάρτινο το φεγγαράκι». Οτι φτάνει δηλαδή να πιστέψουμε κάτι για να γίνει αμέσως αληθινό.