Στη συζήτηση για τη µεταρρύθµιση της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης χρειάζεται να λάβουµε υπόψη τόσο το διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο όσο και την ελληνική πραγµατικότητα. Χρειάζεται να δούµε πώς πορεύονται έξω οι άλλοι και πώς πορευόµαστε και θέλουµε να πορευτούµε εµείς. Πρέπει όµως να αποφύγουµε τις απλουστεύσεις. Δεν υπάρχει έτοιµο και αναµφισβήτητο µοντέλο για να το υιοθετήσουµε. Αν δούµε τον «εκσυγχρονισµό» ως τυφλή προσαρµογή σε «αυτονόητα» πρότυπα του παραδεισένιου κόσµου που περιτριγυρίζει την ελληνική κόλαση, θα έχουµε επιβεβαιώσει ξανά την πολιτική και κοινωνική µας υστέρηση.

Πράγµατι, η κυρίαρχη τάση στην Ευρώπη είναι η στροφή της διοίκησης και οργάνωσης των πανεπιστηµίων σε επιχειρηµατικά πρότυπα. Η πολιτική διαχείριση αυτής της µετάβασης είναι ενδιαφέρουσα: Σύµφωνα µε τη ρητορική της πολιτικής εξουσίας, η «αυτοτέλεια» των πανεπιστηµίων ενισχύεται. Τα πανεπιστήµια συνδέονται µε τις επιχειρήσεις για να χρηµατοδοτηθούν, η µισθοδοσία του προσωπικού τους γίνεται «ευέλικτη», οι οργανικές θέσεις µειώνονται και οι συµβασιούχοι αυξάνονται, η «δηµοκρατική» διακυβέρνηση της πανεπιστηµιακής κοινότητας αντικαθίσταται από την ολιγοπρόσωπη «εκτελεστική διαχείριση». Στο πλαίσιο αυτό οι µη κρατικοί χρηµατοδότες αποκτούν, κατά την άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «έννοµο συµφέρον να γνωρίζουν τι συµβαίνει στο εσωτερικό των εκπαιδευτικών ιδρυµάτων» (Εκθεση της µονάδας «Ευρυδίκη», 2008, σ. 30). Αν το έννοµο συµφέρον τους επεκτείνεται στο δικαίωµα συµµετοχής στη διοίκηση και τη διαµόρφωση της φυσιογνωµίας του πανεπιστηµίου, παραµένει ένα κρίσιµο ερώτηµα. Πάντως υφίσταται η τάση τα κράτη να αναθέτουν κανονιστικές και ελεγκτικές αρµοδιότητες, τις οποίες προηγουµένως ασκούσαν, σε περιφερειακούς θεσµούς όπου συµµετέχουν παράγοντες της τοπικής οικονοµίας, καθώς και στις επίσης µεικτές διοικήσεις των πανεπιστηµίων.

Οι τάσεις αυτές, ωστόσο, δεν είναι µονόδροµος. Τα πανεπιστήµια της Σουηδίας και της Νορβηγίας ανέκτησαν το δικαίωµα επιλογής του πρύτανή τους µέσα από το ακαδηµαϊκό τους προσωπικό. Το Συνταγµατικό Δικαστήριο της Ουγγαρίας ακύρωσε τις αποφασιστικές αρµοδιότητες των Συµβουλίων Οικονοµικής Διαχείρισης και τις επέστρεψε στις Συγκλήτους. Ασφαλώς, πίσω από τις εντάσεις και τις συχνές αλλαγές πορείας βρίσκονται διαφορετικές και ως επί το πολύ συγκρουόµενες αντιλήψεις για την αποστολή του πανεπιστηµίου. Στην Ελλάδα, όπου η έλλειψη κουλτούρας για αντιπαράθεση µε επιχειρήµατα συνδυάζεται µε την αφελή αντίληψη ότι «έξω» έχουν βρει οριστικές λύσεις στα προβλήµατα, αναζητούµε κάποιον «αλλού» για να του µοιάσουµε. Μετά τη Σουηδία, την Ιρλανδία, τη Δανία, η µπίλια για την Εκπαίδευση φαίνεται πως κάθησε νοτιότερα, στην Πορτογαλία.

Ας ρίξουµε λοιπόν µια γρήγορη µατιά στον πορτογαλικό Νόµο 62/2007, που µεταρρύθµισε την Τριτοβάθµια Εκπαίδευση. Ο νόµος αφορά τόσο τη δηµόσια όσο και την ιδιωτική Τριτοβάθµια Εκπαίδευση, που ενθαρρύνεται ιδιαίτερα στην Πορτογαλία. Αφήνει µεγάλα περιθώρια αυτορρύθµισης και στα δηµόσια ΑΕΙ (πανεπιστήµια και ΤΕΙ) και ταυτόχρονα εισάγει, σε ποσοστό τουλάχιστον 30%, εξωτερικά µέλη σε ένα Γενικό Συµβούλιο που στην ουσία φέρει το βάρος της «αυτορρύθµισης» των Ιδρυµάτων. Ο πρύτανης που ελέγχεται από το Συµβούλιο έχει ευρείες αρµοδιότητες και επιλέγεται από αυτό, µεταξύ υποψηφίων εντός ή εκτός του Ιδρύµατος. Η Σύγκλητος καθίσταται «προαιρετική». Ο ρόλος των σχολών ενισχύεται και η συµµετοχή των φοιτητών περιορίζεται στα «παιδαγωγικά συµβούλια» που αυτές συγκροτούν – στο «Γενικό Συµβούλιο» εκπροσωπούνται σε ποσοστό 15%. Πρακτικά, ένα δεκαπενταµελές Γενικό Συµβούλιο αποτελείται από οκτώ εκλεγµένους πανεπιστηµιακούς, δύο εκλεγµένους φοιτητές και πέντε εξωτερικά µέλη που επιλέγονται από τα δέκα εσωτερικά.

Η ιδέα που διακινεί τα τελευταία χρόνια ο έλληνας Πρωθυπουργός, για την ex officio συµµετοχή εκπροσώπων συνδικαλιστικών και επιµελητηριακών οργανώσεων στη διοίκηση των πανεπιστηµίων, δεν έχει εφαρµογή στην Πορτογαλία. Κάπως πλησιάζει στο µοντέλο των πορτογαλικών ΤΕΙ, όπου στην επιλογή των εξωτερικών µελών λαµβάνονται υπόψη η «γεωγραφική κοινότητα» και οι «δεσµοί µε επαγγελµατικές και επιχειρηµατικές δραστηριότητες» (αρ. 81, παρ. 6). Στα πανεπιστήµια, ως εξωτερικά µέλη του Γενικού Συµβουλίου επιλέγονται, απλώς, «πρόσωπα αναγνωρισµένης αξίας µε την κατάλληλη γνώση και εµπειρία» (αρ. 81, παρ. 2). Προφανώς, η πρώτη εκδοχή θα θέσει εντονότερα συνταγµατικά ζητήµατα στην Ελλάδα.

Αφήνοντας την πορτογαλική Γη της Επαγγελίας, χρειάζεται να σηµειωθεί ότι η ελληνική εµµονή στην πρόσδεση των πανεπιστηµίων στις περιφέρειες είναι πολύ προβληµατική. Η Γαλλία των 60.000.000 κατοίκων έχει 22 (µητροπολιτικές) περιφέρειες.

Η Γερµανία των 82.000.000 έχει 16 κρατίδια.

Κατ’ αντιστοιχία, η Ελλάδα θα έπρεπε να χωριστεί σε τρεις ή τέσσερις περιφέρειες. Να δούµε µε ποιο τρόπο η εξάρτηση των δικών µας περιφερειακών πανεπιστηµίων από τις βουλήσεις «Περιφερειακών Συµβουλίων» θα συµβάλει στη «διεθνοποίησή τους», αντί να τα καταστήσει έρµαια τοπικών µικροπαραγοντισµών.

Το ελληνικό πανεπιστήµιο χρειάζεται µια µεταρρύθµιση. Χρειάζεται «πολυτυπία» και ευελιξία στα προγράµµατα σπουδών. Χρειάζεται να απαλλαγεί από τη «συνδιοίκηση» κοµµατικών συνδικαλιστών φοιτητών. Η Τεχνολογική Εκπαίδευση πρέπει να καταστεί διακριτή και αποτελεσµατική. Κατά συνέπεια, και ελκυστική. Σίγουρα, η ελληνική Τριτοβάθµια Εκπαίδευση δεν χρειάζεται µια µεταρρύθµιση προκάτ.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ

Η ελληνική εµµονή στην πρόσδεση των πανεπιστηµίων στις περιφέρειες είναι πολύ προβληµατική