Αν τα στελέχη τής Royal Βank of Scotland είχαν απειλήσει πραγματικά ότι θα παραιτηθούν για το θέμα των μπόνους, θα έπρεπε να τούς είχε ζητηθεί αμέσως να το κάνουν. Μια τέτοια μαζική παραίτηση θα προσέφερε στη βρετανική κυβέρνηση χρυσή ευκαιρία για να διορθώσει όλα τα λάθη που έκανε σε ό,τι αφορά το μάνατζμεντ των τραπεζών, όταν ανέλαβε τα ηνία της RΒS και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να τα σώσει από την κρίση.

Το πρώτο λάθος ήταν ότι γέμισε τα διοικητικά συμβούλια με παραδοσιακούς μάνατζερ που, όσον αφορά την ιδεολογία, ήταν κλώνοι όσων οδήγησαν τις τράπεζες αυτές σε κατάρρευση. Στην περίπτωση της RΒS, και τα επτά μέλη του διοικητικού συμβουλίου που διορίστηκαν από την κυβέρνηση μετά τη σωτηρία των τραπεζών, στα τέλη του 2008 και τις αρχές του 2009, ήταν είτε πρώην τραπεζίτες είτε στελέχη του ασφαλιστικού κλάδου. Τα υπόλοιπα πέντε μέλη του σημερινού διοικητικού συμβουλίου ανήκουν στο παλιό καθεστώς της τράπεζας. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, παρέμειναν στις θέσεις τους με απόφαση της κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι ήταν παρόντα όταν η προηγούμενη διοίκηση οδήγησε την τράπεζα στο χείλος του γκρεμού. Αν τα στελέχη αυτά απειλούν να παραιτηθούν, η κυβέρνηση θα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία να τους βγάλει από το διοικητικό συμβούλιο χωρίς να αναγκαστεί να τους αποζημιώσει. Ποιοι θα έπρεπε να διοικούν

Ποιος, όμως, θα έπρεπε να διοικεί τις τράπεζες που με τις πρακτικές τους αναγκάστηκαν να πάρουν βοήθεια από την κυβέρνηση για να επιβιώσουν; Η απάντηση είναι, άνθρωποι που έχουν αίσθηση του κοινωνικού τους καθήκοντος και έχουν αποδείξει την αξία τους σε διάφορους άλλους τομείς. Άνθρωποι όπως αυτοί, για παράδειγμα, που είναι επικεφαλής της προσπάθειας αναμόρφωσης του συστήματος υγείας. Τέτοια στελέχη θα μπορούσαν να έχουν βρεθεί από λόμπι μικρομεσαίων επιχειρήσεων, hedge funds που έχουν βγάλει χρήματα ποντάροντας σε πτώση τραπεζικών μετοχών. Πολλοί πιστεύουν ότι οι τράπεζες που έχουν περάσει στον έλεγχο του κράτους θα πρέπει να πληρώνουν ανταγωνιστικούς μισθούς για να πετύχουν στις παγκόσμιες αγορές, ώστε τελικά να αποπληρώσουν τα χρήματα που τους έδωσε η κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, ισχύει το αντίθετο. Όσο πιο μεγάλες είναι οι αποδοχές που προσφέρονται στους τραπεζίτες τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποτύχουν οι τράπεζες οδηγώντας σε απώλειες χρημάτων των φορολογουμένων. Οι υψηλοί μισθοί και τα μπόνους αντικατοπτρίζουν κατά κανόνα στα χρηματοοικονομικά στρατηγικές υψηλού κινδύνου. Αν οι στρατηγικές αυτές αποτύχουν, οι απώλειες πλήττουν τους μετόχους των τραπεζών ή τους φορολογουμένους που πληρώνουν για τη σωτηρία των τραπεζών στη μετά Lehman Βrothers εποχή- όχι τα υψηλά αμειβόμενα και υποτίθεται ταλαντούχα στελέχη των τραπεζών.

«Όχι» στο υψηλό ρίσκο

Για να πάρει πίσω τα χρήματά της, κάθε κυβέρνηση πρέπει να εξασφαλίσει ότι η τράπεζα διοικείται με πολιτική που δεν ευνοεί την ανάληψη υψηλού ρίσκου. Ειδικά σήμερα, που οι τράπεζες δανείζονται με σχεδόν μηδενικά επιτόκια από τις κεντρικές τράπεζες και δανείζουν τα ποσά αυτά με μεγάλο κέρδος σε αγοραστές ακινήτων, επιχειρήσεις ή ακόμη και στις ίδιες τις κυβερνήσεις. Αν αντικαταστήσουμε έναν τραπεζικό διαπραγματευτή στα ομόλογα που παίρνει 1 εκατ. στερλίνες με δέκα τοπικούς μάνατζερ που παίρνουν 100.000 ο καθένας, σίγουρα θα κάνουμε την τράπεζα πιο ασφαλή και πιθανότατα πιο κερδοφόρα.

Γιατί, όμως, οι τραπεζίτες κερδίζουν τόσο πολλά περισσότερα από άλλους εργαζόμενους με παρόμοιες ικανότητες; Επειδή έχουν μεγάλο ταλέντο; Ή επειδή έχουν πρόσβαση σε… θάλασσες από μετρητά που είναι εγγυημένα από κυβερνήσεις; Η απάντηση είναι προφανής. Όμως, τα χρήματα που κερδίζουν οι τράπεζες, πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν κεφάλαιο που προορίζεται για τους μετόχους- και όχι σαν ανταμοιβή για τις προσπάθειες των στελεχών.

Τα κέρδη ανήκουν στους μετόχους

Τα κέρδη των τραπεζών ανήκουν στους μετόχους, όχι στα στελέχη. Και όμως, οι τραπεζίτες πιστεύουν ότι ανήκουν σε αυτούς, και ότι πρέπει να τα πάρουν με τη μορφή μπόνους, αντί να τα διανείμουν με τη μορφή μερισμάτων στους μετόχους ή να τα χρησιμοποιήσουν για να αυξήσουν την οικονομική ευρωστία της τράπεζας. Η λύση είναι απλή: Οι κυβερνήσεις και οι εποπτικές αρχές, αντί να προσπαθήσουν να μειώσουν ευθέως τα τεράστια μπόνους, θα πρέπει απλά να επιμείνουν ώστε οι τράπεζες να χρησιμοποιήσουν όλα τους τα κέρδη για να αυξήσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια.

Για να πάρει πίσω τα χρήματά της, κάθε κυβέρνηση πρέπει να εξασφαλίσει ότι η τράπεζα διοικείται με πολιτική που δεν ευνοεί την ανάληψη υψηλού ρίσκου

© ΤΗΕ ΤΙΜΕS, 2009

Φόρος 50% στα μπόνους των τραπεζιτών

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ


Υψηλή φορολόγηση έως 50% στα μπόνους των τραπεζικών στελεχών επιβάλλουν Βρετανία και Γαλλία προκειμένου να μπει φρένο στις χρυσές αποδοχές των γκόλντεν μπόις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία χρειάστηκε να ενισχυθούν με δισεκατομμύρια από χρήματα φορολογουμένων για να μην καταρρεύσουν από την κρίση. Η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να επιβάλει άμεσα φόρο 50% στα μπόνους των στελεχών των βρετανικών τραπεζών που υπερβαίνουν τις 25.000 στερλίνες (περίπου 27.000 ευρώ), ο οποίος θα ισχύει έως τις αρχές Απριλίου. Από την επιβολή του φόρου το βρετανικό Δημόσιο αναμένεται ότι θα βάλει στα ταμεία του 550 εκατ. στερλίνες (περίπου 600 εκατ. ευρώ). Ο υπουργός Οικονομίας της χώρας Α. Ντάρλινγκ «υποσχέθηκε» να διαθέσει αυτό το ποσό για να στηρίξει την οικονομία και να προσφέρει χείρα βοηθείας σε όσους εργαζομένους έχουν βρεθεί στο δρόμο και ψάχνουν για δουλειά.

Παράλληλα και οι Γάλλοι εξετάζουν την επιβολή φόρου έως 50% για ανάλογα ποσά (άνω των περίπου 27.000 ευρώ) ώστε να περιοριστούν οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης, η οποία θεωρεί ότι οι ίδιες οι τράπεζες με την πολιτική υψηλού ρίσκου που ακολούθησαν είναι υπεύθυνες για την κρίση. Έντονες αντιδράσεις έχουν προκληθεί και για τα τεράστια μπόνους που έχουν ανακοινώσει ότι προτίθενται να καταβάλουν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί για τη χρήση του 2009. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα μεγάλα κέρδη που έχουν ανακοινώσει το τελευταίο διάστημα αρκετές τράπεζες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, κατά κύριο λόγο οφείλονται στα εκατοντάδες δισ. ευρώ που τους προσέφεραν οι κυβερνήσεις για να μην καταρρεύσουν από την κρίση. Πρόκειται δηλαδή για χρήματα των φορολογουμένων, τα οποία τώρα αρχίζουν να αποπληρώνουν οι τράπεζες.

Χθες εξάλλου, σύμφωνα με το Reuters, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν να ζητήσουν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να εξετάσει την επιβολή φόρου στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, με το σκεπτικό πως με τον τρόπο αυτό μπορεί να αποφευχθεί μια μελλοντική κρίση παρόμοια με αυτή που ζήσαμε πέρσι και φέτος.

Πρόκειται για μια παραλλαγή του Φόρου Τόμπιν που πήρε το όνομά του από τον Αμερικανό νομπελίστα οικονομολόγο. Ο Τόμπιν είχε προτείνει την επιβολή φόρου 1% επί όλων των συναλλαγών στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος ώστε να περιοριστούν φαινόμενα κερδοσκοπίας στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται και καθορίζουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.