Η συζήτηση για τη Συνθήκη της Λισαβώνας έχει φέρει στην επικαιρότητα το μεγάλο πρόβλημα τού ποιος και πώς ασκεί την εξουσία στην Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελεί μια μεγάλη «σιωπηλή επανάσταση», και έναν μοναδικής πρωτοτυπίας θεσμικό νεωτερισμό, που έχει αλλάξει τους τρόπους άσκησης της πολιτικής στη Γηραιά Ήπειρο. Η εξασθένηση των πολιτικών κομμάτων είναι μία από τις μεγάλες «κρυφές» αλλαγές που έχει προκαλέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τα κόμματα, ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, απέκτησαν σταδιακά μεγάλη κοινωνική απήχηση και αντιπροσωπευτικότητα. Η επιρροή αυτή ενδυναμώθηκε από το γεγονός ότι τα κόμματαμέσω του ελέγχου των νομοθετικών σωμάτων και της κυβέρνησης, μέσω της άσκησης επιρροής στην κεντρική διοίκηση ή του ελέγχου της τοπικής αυτοδιοίκησης- καθιερώθηκαν ως κεντρικοί θεσμοί άσκησης εξουσίας. Η εναρμόνιση της δράσης των διαφορετικών «θεσμικών τάξεων» (κυβέρνηση, κοινοβούλια, διοίκηση, τοπική αυτοδιοίκηση) και, άρα, η συνοχή του συστήματος εξουσίας, ήταν σε μεγάλο βαθμό, όπως έχει τονίσει ο S. Βartolini, έργο των κομμάτων.

Αντιθέτως, στην Ε.Ε. ο ρόλος των κομμάτων είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Εάν τα κόμματα εξακολουθούν να είναι κεντρικοί θεσμοί στο εσωτερικό των (εξασθενημένων) εθνικών πολιτικών συστημάτων, δεν έχουν κεντρικό ρόλο στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος. Η Ε.Ε. είναι ένα σύστημα χωρίς «κομματικό συντονιστή» και χωρίς σταθερό συνασπισμό εξουσίας (είτε κομμάτων είτε κρατών). Στην Ευρώπη, τα κόμματα έχουν παγιδευτεί σε μια θεμελιακή θεσμική ασυμμετρία: σύστημα κομματικής διακυβέρνησης σε εθνικό επίπεδο, απουσία κομματικής διακυβέρνησης σε ευρωπαϊκό.

Επιπλέον, στο σύστημα «Ευρώπη» (όχι απλώς στους εν στενή εννοία θεσμούς της Ε.Ε.), η κατανομή των κέντρων ισχύος είναι τέτοια ώστε μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωκοινοβουλίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των 27 εθνικών κυβερνήσεων, των ενισχυμένων τοπικών και περιφερειακών εξουσιών και των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών (εθνικών και ευρωπαϊκών), έχει απολεσθεί κάτι πολύ σημαντικό: η συνοχή του συστήματος διακυβέρνησης. Η Ευρώπη, χωρίς να είναι ένα σύστημα «ακέφαλο», δεν διευθύνεται από έναν αδιαμφισβήτητο

ΚΑΤΑ ΕΙΡΩΝΙΚΟ

– και μη αναμενόμενο- τρόπο, η αναγέννηση της Ε.Ε. διαμόρφωσε ένα πλαίσιο διπλής ασθενούς διακυβέρνησης

ηγετικό θεσμό. Η ικανότητα, συνεπώς, των κομμάτων να ασκήσουν τη λειτουργία της θεσμικής εναρμόνισης, και- τελικά- την άσκηση αποτελεσματικής διακυβέρνησης, έχει καίρια εξασθενήσει. Η διαδεδομένη δυσπιστία προς τα κόμματα, η αντίληψη της κοινής γνώμης ότι τα κόμματα «είναι ίδια» ή ότι οι αποφάσεις «παίρνονται αλλού», αποτυπώνουν αρκετά σωστά την απώλεια ρόλου και ισχύος των πολιτικών κομμάτων.

Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις της περιόδου 1985- 1999, η βαρύτητα των οποίων ήταν ισοδύναμη, αν όχι μεγαλύτερη, της Συνθήκης της Ρώμης, οδήγησαν στην αναγέννηση της Ευρώπης. Κατά ειρωνικό, και μη αναμενόμενο, τρόπο, η αναγέννηση της Ε.Ε. διαμόρφωσε ένα πλαίσιο διπλής ασθενούς διακυβέρνησης. Λόγω της μεταβίβασης εξουσιών και αρμοδιοτήτων στην Ε.Ε., οι εθνικές κυβερνήσεις αποδυναμώθηκαν χωρίς ταυτόχρονα, λόγω της διατήρησης σημαντικών εξουσιών σε εθνικό επίπεδο, η Ε.Ε. να γίνει αρκούντως ισχυρή ώστε να αναδειχθεί η ίδια σε στιβαρό και αδιαμφισβήτητο κέντρο εξουσίας. Έτσι, το παράδοξο της σημερινής Ευρώπης είναι ότι στο όνομα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι εύκολο να ασκηθούν αποτελεσματικές εθνικές πολιτικές, και στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας δεν είναι εύκολο να ασκηθούν αποτελεσματικές ευρωπαϊκές πολιτικές. Τα προηγούμενα δημιουργούν ένα διπλό κενό διακυβέρνησης: έλλειμμα διακυβέρνησης σε εθνικό επίπεδο, έλλειμμα διακυβέρνησης σε ευρωπαϊκό. Ο μεγάλος ηττημένος σε αυτό το παιγνίδι αλληλοσυμπλήρωσης και αλληλοεξουδετέρωσης μεταξύ Ε.Ε. και εθνικών κρατών είναι τα πολιτικά κόμματα, όλα τα πολιτικά κόμματα, της Δεξιάς και της Αριστεράς.

Ενώ ένα τμήμα των εξουσιών είναι σήμερα υπερεθνικό, η πολιτική παραμένει εθνική και η δράση των κομμάτων εκτυλίσσεται κυρίως σε εθνικό επίπεδο. Τα κόμματα και οι ηγεσίες τους βρίσκονται, όπως πάντα, στο κέντρο της σκηνής, συγκρούονται, όπως πάντα, μεταξύ τους και δίνουν, όπως πάντα, σημαντικές υποσχέσεις στην κοινωνία. Όλοι ωστόσο γνωρίζουν, κόμματα και πολίτες, ότι τα κόμματα δεν διαθέτουν τα μέσα για να υλοποιήσουν πολλές από τις υποσχέσεις τους. Και όλοι (ή οι περισσότεροι) «προσποιούνται» ότι αυτό δεν συμβαίνει. Εν τούτοις, αυτή η «συνεννοημένη υποκρισία», εκ πρώτης όψεως μη έλλογη, θεμελιώνεται σε μια διεισδυτική αντίληψη των αντιφάσεων της πραγματικότητας: ενώ τα κόμματα έχουν εξασθενήσει ως θεσμοί επίλυσης των προβλημάτων ταυτόχρονα παραμένουνελλείψει άλλων- οι κατ΄ εξοχήν θεσμοί επίλυσης προβλημάτων. Το ότι η δύσπιστη προς τα κόμματα κοινωνία απευθύνεται ακόμη σε αυτά, αυτό ίσως αποτελεί την πραγματική δύναμη των κομμάτων. Αποτελεί, επίσης, τη βάση και το κίνητρο για να ξαναβρούν στο μέλλον τους δρόμους της χαμένης σήμερα ισχύος και να αποκαταστήσουν τις βλάβες από τη χαμένη αξιοπιστία τους.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο