ΕΙΝΑΙ ΠΕΜΠΤΗ πρωί όταν φθάνω στη Σχολή των Ξένων Γλωσσών, στον τομέα της Ελληνικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων. Συναντώ έναν παλαιό γνώριμό μου, τον Κώστα Μίζη. Είναι ο υπεύθυνος του τομέα, εγκαταστημένος εδώ και δέκα χρόνια στα Τίρανα. Είχαμε γνωριστεί τυχαία το 1996. Ταξιδεύαμε μαζί, με το λεωφορείο της γραμμής Αθήνα- Τίρανα. Ο Κώστας Μίζης πήγαινε τότε στην Αλβανία, για να φτιάξει εκ του μηδενός τον τομέα της Ελληνικής Γλώσσας, μετά τη συμφωνία των Πανεπιστημίων Τιράνων και Ιωαννίνων. Ξεκίνησε με τέσσερις φοιτητές.

Έπειτα από σκληρή δουλειά, σήμερα ο τομέας αριθμεί 210 φοιτητές. Από εδώ βγαίνουν οι αυριανοί δάσκαλοι, καθηγητές και μεταφραστές της ελληνικής γλώσσας στην Αλβανία. ΣΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ συζητώ με κάποιους από αυτούς. Λένε πως συχνά το κύριο δίλημμα των νέων που σπουδάζουν είναι: ανεργία ή μετανάστευση; «Πώς μπορεί ένας νέος να ζει σε μια χώρα όπου τη μισή μέρα λείπει το ηλεκτρικό ρεύμα;» λέει κάποιος, φανερά θυμωμένος. Ρωτάω μια φοιτήτρια δίπλα μου, την Αλμπάνα, εάν σκοπεύει να μεταναστεύσει μετά το τέλος των σπουδών της. Μένει για λίγο σκεπτική. «Κοίταξε, να πάω να κάνω μια αξιοπρεπή δουλειά, ναι. Δεν θα πάω όμως να καθαρίσω σπίτια αναλφάβητων αφεντικών όπως έκανε η μάνα μου. Θα το παλέψω εδώ καλύτερα. Έτσι λέω τουλάχιστον….».

Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι ότι η μεσαία τάξη της Αλβανίας βρίσκεται σήμερα εκτός Αλβανίας. Είναι οι μετανάστες της. Χωρίς τα εμβάσματά τους, η χώρα δύσκολα θα επιβίωνε οικονομικά. Αν και οι νέοι εξακολουθούν να ζητούν την τύχη τους στην ξενιτιά, υπάρχουν ουκ ολίγοι που επιστρέφουν. Μερικοί απογοητεύονται και ξαναφεύγουν. Οι μετανάστες παρ΄ όλα αυτά αποτελούν ένα πολιτιστικό κεφάλαιο που δρα αόρατα αλλά σταθερά. «Εισάγουν» στην Αλβανία μια διαφορετική αισθητική και νοοτροπία…

ΥΓ. Θέλω να ευχαριστήσω την ελληνική πρεσβεία στα Τίρανα και ιδιαίτερα τον Έλληνα πρέσβη, κ. Κωνσταντίνο Κοκόση, για τη γενναιόδωρη φιλοξενία. Ευχαριστώ επίσης τις κυρίες Μαζαράκη και Φαζμούλου, του Ελληνοαλβανικού Κολεγίου Αρσάκειο Τιράνων, για την πολύτιμη βοήθειά τους.