ΠΙΟ ΧΑΛΑΡΟ, αλλά κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των μεγάλων χωρών-μελών

είναι το νέο αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας, που θα υιοθετήσουν επίσημα

αύριο οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των «25». Στη χθεσινή έκτακτη σύνοδο

των υπουργών Οικονομικών, η Γερμανία εμφανίστηκε ανυποχώρητη στο αίτημά της να

ληφθεί υπόψη το τεράστιο κόστος της επανένωσης της χώρας (1,5 τρισ. ευρώ).

Στόχος της είναι να απομακρύνει κάθε ενδεχόμενο να υποστεί τις πειθαρχικές

κυρώσεις που προβλέπει η Συνθήκη. H αδιαλλαξία της Γερμανίας και της Γαλλίας

οδήγησαν σε αδιέξοδο τις συζητήσεις στο «Γιούρογκρουπ» κι έτσι η

λουξεμβουργιανή προεδρία επρόκειτο αργά χθες το βράδυ να καταβάλει μία ύστατη

προσπάθεια σε αναζήτηση συναινετικής φόρμουλας. Διαφορετικά, το ζήτημα θα

παραπεμφθεί στην αυριανή σύνοδο των ηγετών, όπου ο καγκελάριος Σρέντερ απειλεί

να θέσει ζήτημα δημοσιονομικών προοπτικών, υπενθυμίζοντας ότι η χώρα του είναι

ο κύριος χρηματοδότης του προϋπολογισμού της E.E. Με τον αριθμό των Γερμανών

ανέργων να ξεπερνά το ψυχολογικό όριο των 5 εκατ., ο κ. Σρέντερ επιθυμεί να

λύσει τα χέρια του εν όψει της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου στη χώρα

του.

Παρά τις όποιες δυσκολίες να ικανοποιηθεί το γερμανικό αίτημα, ο διαφαινόμενος

συμβιβασμός έχει όλα τα στοιχεία ενός χαλαρότερου Συμφώνου Σταθερότητας, όπου

τα κράτη-μέλη θα έχουν μεγαλύτερες διορίες (τουλάχιστον δύο χρόνια) για να

πετύχουν τη δημοσιονομική προσαρμογή τους. H συζήτηση επικεντρώνεται στα

επιχειρήματα που θα μπορούν να επικαλούνται δίκην «ελαφρυντικών στοιχείων» τα

κράτη-μέλη, αφότου έχει διαπιστωθεί ότι βρίσκονται σε κατάσταση υπερβολικού

ελλείμματος. Εκεί προτείνεται να λαμβάνονται υπόψη οι προσπάθειες που

καταβάλλουν για την αναπτυξιακή βοήθεια προς τις χώρες του τρίτου κόσμου ή για

τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πολιτικών. Με άλλα λόγια, προεξοφλείται η

ευμενής αντιμετώπιση των χωρών που συνεισφέρουν σημαντικά στον κοινοτικό

προϋπολογισμό ή που προβαίνουν σε διαρθρωτικές αλλαγές προς την κατεύθυνση των

στόχων της Λισαβώνας. Αντίθετα, το αίτημα της Γαλλίας και της Ελλάδας να

εξαιρούνται εκ των προτέρων ορισμένες κατηγορίες δαπανών (για έρευνα,

αμυντικούς εξοπλισμούς κ.λπ.) κατά τον υπολογισμό του ελλείμματος δεν φαίνεται

να περπατάει. Είναι επίσης σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατηρεί μεν

ορισμένα προνόμια, χάνει όμως τη δυνατότητα να απευθύνει «έγκαιρη

προειδοποίηση» στα κράτη-μέλη, όταν αυτά καθυστερούν τη δημοσιονομική

εξυγίανση σε περιόδους θετικής οικονομικής συγκυρίας.