Σκηνή από την παράσταση «Ψέμα στο ψέμα» που παίζεται στο θέατρο Μουσούρη με

τους Πέτρο Φιλιππίδη, Παύλο Χαϊκάλη, Ηλία Λογοθέτη και Σοφία Ολυμπίου

Και πιο τραγικό είναι όταν έχεις ως πυρήνα της φάρσας που γράφεις, ως κεντρικό

θέμα, ως ψίχα, τέλος πάντων, της σύλληψής σου μια πράγματι υπέροχη ιδέα. Ιδού

τώρα ο συγγραφέας Άντονι Νίλσον του οποίου το έργο «Ψέμα στο ψέμα» παίζεται

στο Θέατρο Μουσούρη. Εκκινεί από μια πράγματι υπέροχη ιδέα για φάρσα. Δύο

ηλίθιοι αστυφύλακες φθάνουν σε μια συνοικιακή κατοικία του Λονδίνου και είναι

εντεταλμένοι, παραμονή Χριστουγέννων, να αναγγείλουν σε κάποιους (γονείς,

συγγενείς, σύζυγοι;) ότι η κόρη τους σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα. Το να

γράψεις φάρσα μ’ αυτό το θέμα είναι για έναν εμπνευσμένο συγγραφέα του είδους

μεγάλη πρόκληση. Ως εκ του θέματος πάντως οδηγείσαι στο ειδικότερον είδος

φάρσας, τη «Μαύρη». Είναι γνωστό στους ειδικούς αλλά και στους φανατικούς

θεατές της φάρσας (και η φάρσα έχει φανατικούς θαυμαστές – επιτρέψτε να

συγκαταλέγω και την αφεντιά μου σ’ αυτούς – πως το κουκούτσι μιας φαρσικής

κατασκευής κρύβει μια παιδικότητα.

Αλλά, προσοχή, παιδικότητα δεν σημαίνει πάντα αθωότητα και αφέλεια. Τα

παιδιά έχουν συνήθως διαβολικές εμπνεύσεις, μανία καταστροφής, ανατρεπτική

περιέργεια, αναίδεια (κυριολεκτικά: ίσως όχι δηλαδή έλλειψη ηθικής, αλλά

άγνοια του τι είναι αιδώς) και πολλή βία. Ένα μικρό διαβολάκι μπορεί να παίζει

και να διασκεδάζει με ό,τι εμείς θεωρούμε σεβαστό, μακάβριο, ιερό,

απαραβίαστο, αηδές και χυδαίο. Και το διαβολάκι να το χρησιμοποιεί και να το

περιεργάζεται επί ώρες με άκρα σοβαρότητα.

Έτσι και ο συγγραφέας της φάρσας παιδίζει, παιδιαρίζει με σοβαρότητα,

ενώ την ίδια ώρα, με άκρα ηδονή, απόλαυση και νηφαλιότητα καταστρέφει,

αναποδογυρίζει τα πάντα, διαλύει την τάξη, συνταιριάζει τα αταίριαστα,

δοκιμάζει νέες συνταγές, προτείνει ανοίκειες και συχνά ανήθικες (για τη

μικροαστική αντίληψη) συμπεριφορές.

Ο φαρσικός πυρήνας της μαύρης κωμωδίας-φάρσας που έγινε δραματουργική

πρόσκληση-αφετηρία του Νίλσον είναι πράγματι διαβολικός. Αλλά δυστυχώς η

διαβολιά και η παιδικότητα, αν θέλετε συλλήβδην η ζαβολιά, είναι η γενική

διάθεση της φαρσικής πράξης. H δραματουργική της διαχείριση χρειάζεται γνώσεις

λογικής, γεωμετρίας και χημείας!! Γιατί η φάρσα όταν στρώνεται στο χαρτί με

την προσδοκία ότι θα σταθεί και στο σανίδι είναι ένα περίπλοκο λογικό παίγνιο,

μια αποθέωση της σοφιστικής (σοφίσματα αλλαγής ελέγχου, σοφίσματα μετάβασης σε

άλλο γένος, διλήμματα κυρίως εξ αντιφατικών λόγων κτλ.), ένα θεώρημα περί

κέντρου βάρους ενός πρίσματος και μια χημική διαδικασία γύρω από τα ανάλογα

φαινόμενα που προκαλούν ο καταλύτης και η οξειδοαναγωγή. Οι μεγάλες φάρσες

είναι αριστουργήματα κατασκευής και συχνά πυκνά θεμελιώνονται ακόμα και σε μη

ευκλείδεια γεωμετρία. Τι θέλω να πω; Ενώ π.χ. ο θεατής πηγαίνει στο θέατρο με

τη βεβαιότητα της ευκλείδειας λογικής του που δογματίζει πως η συντομότερη

γραμμή μεταξύ δύο σημείων είναι η ευθεία (ο συντομότερος δρόμος μεταξύ

Ομονοίας – Συντάγματος είναι η οδός Σταδίου) ή πως από ένα σημείο εκτός μιας

ευθείας μία και μόνο μία κάθετος άγεται, η φάρσα ισχυρίζεται σοβαρά (και έχει

και λογικά δίκιο, αφού έτσι είναι οι αξιωματικές θεμελιώσεις των μη

ευκλείδειων γεωμετριών, του Ρίμαν και του Λομπατσέφσκι) πως η συντομότερη

γραμμή μεταξύ δύο σημείων είναι η μέγιστη δυνατή καμπύλη ή μέγιστος δυνατός

κύκλος που περνάει απ’ αυτά (δηλαδή για να φθάσεις σύντομα από την Ομόνοια στο

Σύνταγμα πρέπει να περάσεις από τη Λάρισα, την Πάτρα και την Κω!) και

ισχυρίζεται επίσης πως από ένα σημείο εκτός ευθείας μπορεί να άγονται άπειρες

κάθετες ή και καμία!!

Δηλαδή η φάρσα υπακούει σε άλλη Λογική, αλλά φαντάζει εξωφρενικά

παράλογη στον χρήστη τον εθισμένο στην τρέχουσα βεβαιότητα της τυπικής

λογικής. H φάρσα ανατρέπει τον δραματουργικό κανόνα του Αριστοτέλη περί

τραγωδίας, που δογματίζει πως τα πράγματα πρέπει να γίνονται κατά το εικός και

το αναγκαίον. Στη φάρσα φαίνονται να υποκύπτουν στον κανόνα του ανοίκειου και

του περιττού.

Ο Νίλσον της κωμωδίας-φάρσας που παίζεται στο Θέατρο Μουσούρη μετά το

εύρημά του αφέθηκε χωρίς μέτρο σε μια σειρά τάχα απροσδόκητων ανατροπών από

αυτές που θέλουν να ξαφνιάσουν τους αφελείς ή να ξιπάσουν τον αστό, αλλά

στερούνται τελείως της άλλης Λογικής που λέγαμε. Στην καλή φάρσα ο θεατής

βλέπει και αιφνιδιάζεται για ό,τι παρά τον λόγον γίνεται στη σκηνή, τα πρόσωπα

επί σκηνής ακολουθούν με σοβαρότητα την εσωτερική λογική της φαρσικής

γεωμετρίας. Αισθάνονται εκεί μέσα άνετα και ευχάριστα!

Ευτυχώς υπάρχουν οι ατάκες

Δεν γνωρίζω πόση επιτυχία μπορεί να είχε στην Αγγλία το έργο του Νίλσον. Και

δεν με ενδιαφέρει άλλωστε. Και ο Μπένι Χιλ είχε επιτυχία, όση εδώ έχει τώρα ο

Μάρκος Σεφερλής! Εδώ πάντως ο Θοδωρής Πετρόπουλος ελληνοποίησε τη φάρσα του

Νίλσον και οφείλω να πω ότι όπου έβαλε το χεράκι του, κυρίως στις ατάκες, το

πράγμα ζωντάνεψε γιατί είναι πρωτοφανές να βλέπεις φάρσα και να μη γελάς με

την ίντριγκα, αλλά ευτυχώς με τις ατάκες. Αλλά αν ο θαυμάσιος θίασος είχε

αποφασίσει να ανεβάσει «λεκτική» φάρσα γιατί δεν επέλεγε Τσιφόρο ή Γιαλαμά –

Πρετεντέρη; Είναι σαφώς καλύτεροι.

H φάρσα παίζεται σοβαρά σαν… δράμα

Είναι μεγάλο κρίμα τρεις μείζονες κωμικοί, ο Φιλιππίδης, ο Χαϊκάλης, ο

Λογοθέτης να σπαταλάνε ταλέντο, φαντασία, αυτοσχεδιαστικό οίστρο, να

χτυπιούνται κυριολεκτικά επί σκηνής για να δικαιώσουν ένα μέτριο εργάκι. Και

οι τρεις ξέρουν καλά πως η φάρσα παίζεται σοβαρά, χωρίς αυτοσχόλια, χωρίς

υπονομεύσεις, σαν δράμα. Όσο σοβαρότερα παίζεται τόσο πιο παράλογη φαντάζει.

Θαυμάζει κανείς και των τριών το μέτρο, την αίσθηση του σκηνικού χρόνουου,

το γλέντι της ατάκας, τη λειτουργικότητα της παύσης. Θα ήταν άδικο να τους

κρίνω ξεχωριστά. Κάνουν τα πάντα με υλικά τίμιας φάρσας και παραπομπής στους

μεγάλους μαστόρους της παγκόσμιας και της ελληνικής φαρσικής παράδοσης. Από

τον Μπάστερ Κίτον και τον Χοντρό – Λιγνό έως τον Φραγκίσκο Μανέλλη και τον

Θανάση Βέγγο. Δίπλα τους, ισάξια η Σοφία Ολυμπίου.

Τη μανέστρα τη χαλάει, σχεδόν, την ξινίζει, η Νεφέλη Ορφανού. Δεν είναι η

υπερβολή το ξεχείλωμα τόσο, όσο μια υποκριτικά χυδαία μπαλαφαριά, ένα ανέντιμο

κλείσιμο του ματιού στο τηλεοπτικό κοινό και κυρίως μια σκηνική αυθάδεια που

χαλάει ό,τι οι άλλοι χτίζουν. Λυπάμαι που είμαι τόσο τραχύς, αλλά η Νεφέλη

Ορφανού από καλούς δασκάλους ξεκίνησε και σε άλλα σανίδια βαπτίστηκε.

Ο Βασίλης Ρίσβας, η Άννα Στίλβη και η Ειρήνη Τσιάρη που συμπληρώνουν τη

διανομή έχουν και μέτρο και επάρκεια, χωρίς όμως να μπορούν να σώσουν τη

φαρσική τιμή του Νίλσον.

Τα σκηνικά του Ζαρίφη φώναζαν περισσότερο παρά υπέβαλλαν. Τα κοστούμια όμως

είχαν θεατρικότητα, εκτός από τον τρόπο που φορέθηκαν από την Ορφανού.

Τρεις μείζονες κωμικοί δεν μπορούσαν άραγε να καταφύγουν στον Φεϊντό, τον

Λαμπίς και σε άλλους καραμπινάτους φαρσικούς δραματουργούς για να μας χαρίσουν

μεγάλο θέατρο αντί να σφίγγονται να βγάλουν από τη μύγα ξίγκι;

INFO

«Ψέμα στο ψέμα» του Άντονι Νίλσον. Στο θέατρο «Μουσούρη» (Πλατεία Καρύκη τηλ.

210 3310 936)