Μιμίδια δεν είναι μόνο μονάδες πολιτισμικής πληροφορίας, κάτι σαν γονίδια της

βιολογίας, αλλά και οι μίμοι (προσωποποιημένα μιμίδια: άνευροι διανοούμενοι,

καθηγητές, συγγραφείς, κριτικοί).

Μιμούνται, δηλαδή αναπαριστάνουν ό,τι δεν μπορεί να αναπαρασταθεί.

«Πραγματικό» το λέει ο Λακάν. «Θεά» ο Κλοσοφσκί. «Αφανισμό» ο Τόμας Μπέρχαρντ.

Αυτοί οι μίμοι είναι καταδικασμένοι σε ένα «άλλο αντί άλλου» (άλλο αντί του

Άλλου;), έναν ελιγμό: οφείλουν να γράψουν για το «Πράγμα», παρεκβατικά.

Να το δουν λοξά. Όπως την Άρτεμη ο κυνηγός. Λέει ο Κλοσοφσκί στο «Λουτρό της

Άρτεμης» πως η Θεά «συγκατανεύει να την δουν, όταν πρόκειται να πλήξει και να

θανατώσει. Θανατώνοντας όμως, δίνεται» (Προσθέτω: και πλήττει διότι είναι

αθάνατη Θεά). Πόσοι από αυτούς τους μίμους (θνητοί) που θέλουν να γράψουν και

να δουν, είναι έτοιμοι για την πλήξη και το χειρότερο, την αφάνιση.

(Εξαιρούνται οι κυνηγοί στα βιντεο-γκέιμς της Αχαρνών και των εφημερίδων).

Αλλιώς η ερώτηση: Πόσοι από αυτούς κατά την εκπολιτιστική τους, πληροφοριακή

λειτουργία (μιμίδια), την διαγνωστική τους ικανότητα (κριτική), την

συγγραφική, αισθηματική αγωγή, αναλαμβάνουν – και δεν αναβάλλουν διαρκώς – το

οντολογικό ερώτημα: «ποιος είμαι;», «τι αξίζει η αλήθεια μου;», «τι

θέλω;».

Έκρυψα, με τα βραβεία, το πρόσωπό μου σ’ ένα κεφάλι ελαφιού (μάσκα)

προκειμένου να δω γυμνή τη Θεά. Με παρατηρούσε να τη φαντάζομαι. Ύστερα

διέταξε τα σκυλιά (τα γνωστά). Αν ήμουν ο θρυλούμενος δαίμονας – «ηδονοβλεψίας

από ανία» – θα διασκέδαζα «παρακολουθώντας σκηνές επαίσχυντες και

εξευτελιστικές, τόσο για τους θεούς όσο και για τους ανθρώπους». Είμαι όμως

μίμος (του Ακταίωνα), άνθρωπος απερίσκεπτος. Όρμησα, και, ιδού ο προορισμός

μου ολοκληρώθηκε: μουσούδι, σάλια, σιαγόνες, κυνόδοντες. Επιτέλους σκύλος. (Θα

δαγκώσω, αλλά αργότερα).

Λάθος, το πάθος. Εάν, μάλιστα, η μητρική μου γλώσσα ήταν η γαλλική, θα έλεγα:

faux pas (λάθος βήμα). Αλλά επιμένω: λάθος πάθος. (Λαπαθιώτης;). Πάντα

αφανίζεται ο ποιητής. Προηγουμένως, όμως «τριανταφυλλώνει τις ώρες του»

(Πούλιος).

Έγραψαν ότι «λάθος» και ότι δεν είχα «τα κότσια» κ.λπ. (για την Επιτροπή

Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων έγραψαν, αλλά εννοούσαν προφανώς εμένα).

Δεν θα μου άρεσε όμως αντί «κότσια» να σκεφτώ, το, επί το λαϊκότερον,

ισοδύναμο «όρχεις» (καθαρεύουσα) παρ’ ότι δέχομαι την επιτίμηση: αμελέτητος

(πιάστηκα).

Αλλά και πάλι πιστεύω πως το αμελέτητο (θα εξηγηθώ) είναι το προσόν

κάθε κρίσης. H κρίση πρέπει να είναι ανέμελη, άσκοπη και αμελέτητη. Να έχει

γούστο, γλύκα (τα γλυκάδια). Να αγαπά τον κρινόμενο. Και τότε φτάνει και

περισσεύει. Τα αιτούμενα «κότσια» εμπίπτουν στην ανατομία του κρέατος. Και, ο

κριτής της λογοτεχνίας δεν είναι χασάπης αλλά γιατρός (ενδοκρινολόγος).

Ενίοτε, νεκροθάφτης. Τις περισσότερες φορές, τίποτα.

Τι σημαίνει αμελέτητη κρίση (χωρίς «πλάτη», «ποντίκι» και «κότσι»), το

επισημαίνω διαρκώς: δεν περιορίζεται στο αντικείμενο αλλά εγκαλεί το

υποκείμενο (το βαρβάτο, όχι το καστράτο). Οπότε το «κρίνειν» προβάλλει ως

αποτέλεσμα (κυριολεκτικά) μιας διαπλοκής (της διάνοιας με τη φαντασία),

άσκοπα, αμελώς, αμελέτητα σαν το παιχνίδι από το οποίο ωστόσο δεν αποκλείεται

και η πέραν του παιγνίου σκοπιμότητα. Φιλία; Αξία, κυρίως. Πώς να την

αμφισβητήσει κανείς στον Μαρωνίτη;

H «εαυτονομία» και όχι απλώς η «αυτονομία» της κρίσης, δεν σκοπεύει σε

αναγκαιότητες αλλά στην ελευθερία. Είναι αναγκαία αλλά όχι σκόπιμη.

Σημειώνω τέλος πως το αμελέτητο, άσκοπο (γιατί όχι: ανομιμοποίητο) της κρίσης,

ευτυχώς αποπερατώνει το έργο στην φυσική κατάληξή του και όχι την προαγωγή του

ή την βράβευση (ευνουχισμός).

Να γιατί κάθε φορά επαναφέρω τη διπλή δέσμευση: κρίση ως αδιανόητη αλλά

αναπότρεπτη κρίση. Κρίση, αδυναμία του να κριθεί κάτι. Ήτοι, κρίση αυτού που

καταλύει την κρίση λόγω της ικανότητας του κριτή: αρνησιδικία, από τη μια·

δικαιοδοσία αυτομάτως, από την άλλη. Πανδαιμόνιο! (ανατομία κρέατος, αλλά της

Θεάς).

Και, μη, παρακαλώ, πυροβολείτε τον Ντεριντά για την αδύνατη αλλά αναγκαία

θεμελίωση.

Πυροβολήστε όσους εκβιάζουν για απόφανση και τελεσιδικία.

Μη με ρωτήσετε τίποτα άλλο. Αρκεσθείτε στον Φουκώ: «Αυτού του είδους οι

ερωτήσεις σας, δεν με αφορούν. Ανήκουν στους φακέλους της αστυνομίας».

Πρέπει να τελειώνω (700 λέξεις).

«Έχουμε συνηθίσει με τον καιρό να τα κρατάμε κρυφά όλα μέσα μας, οπωσδήποτε

αυτά που σκεφτόμαστε, αυτά που τολμούμε να σκεφτόμαστε, για να μη σκοτωθούμε,

γιατί ξέρουμε ότι σκοτώνεται όποιος δεν μπορεί να κρατήσει κρυφή τη σκέψη

του», έλεγε ο Μπέρχαρντ στον μαθητή του στον «Αφανισμό».

Εγώ, προσπαθώ να γράφω αυτά που σκέφτομαι. Ξέρω πως δεν λέγονται όλα και

αρχίζω κάθε φορά από την αρχή. Δεν έχω τον τρόπο. Ποιος όμως, μπορεί να γράψει

χωρίς να αφανιστεί;