Ο κατακλυσμός της αγοράς από πολλά χρηματοδοτικά προγράμματα (π.χ. για αγορά

αυτοκινήτου, καταναλωτικά και ανοικτά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά

δάνεια), που υπόσχονται μικρές μηνιαίες δόσεις, περιόδους χάριτος, χαμηλές

δόσεις τους πρώτους μήνες και άλλες διευκολύνσεις στην αποπληρωμή, έχει

οδηγήσει στην υπερχρέωση πολλά νοικοκυριά, ιδίως εκείνα που δεν έχουν

εκτιμήσει σωστά το ύψος των δανείων που μπορούν να αντέξουν. Για τον λόγο αυτό

απαιτείται οικονομικός προγραμματισμός (πόσο μπορούμε να πληρώνουμε κάθε μήνα)

και χρονικός προγραμματισμός (για πόσο καιρό μπορούμε να πληρώνουμε).

H «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ζήτησε τις συμβουλές εξειδικευμένων τραπεζικών στελεχών για το

πώς μπορούν τα νοικοκυριά να αντιμετωπίσουν την υπερχρέωση. Κατ’ αρχήν, οι

τράπεζες θεωρούν υπερχρεωμένο το νοικοκυριό του οποίου οι μηνιαίες δόσεις για

δάνεια ξεπερνούν το 20% – 50% του καθαρού μηνιαίου οικογενειακού εισοδήματος.

Το ποσοστό αυτό ποικίλλει ανάλογα με το ύψος του μηνιαίου εισοδήματος (όσο

υψηλότερο είναι το εισόδημα τόσο μεγαλύτερο μπορεί να είναι το ποσοστό των

μηνιαίων υποχρεώσεων) και το είδος του δανείου (π.χ. τα χρέη για στεγαστικά

δάνεια, τα οποία θεωρούνται επένδυση, δικαιολογούν μεγαλύτερα ποσοστά μηνιαίων

δόσεων σε σχέση με το μηνιαίο εισόδημα).

Οι συμβουλές

Οι 10 συμβουλές για να διαχειρίζονται τα νοικοκυριά τα χρέη τους με τον

καλύτερο τρόπο και να γλιτώσουν το άγχος της υπερχρέωσης είναι οι εξής:

1. Το ποσοστό του καθαρού οικογενειακού εισοδήματος που προορίζεται για

αποπληρωμή καταναλωτικών δανείων και καρτών δεν πρέπει να ξεπερνά το 20%. Αν

το καθαρό οικογενειακό εισόδημα ανέρχεται σε 1.200 ευρώ, οι οφειλές που έχουμε

να αποπληρώσουμε σε μηνιαία βάση θα πρέπει να κυμαίνονται γύρω στα 200 – 240

ευρώ. Αυτό το ποσοστό τού 20% μπορεί να αυξηθεί στο 50% αν το δάνειο αφορά

απόκτηση στέγης.

2. Όταν αυξάνεται το ποσοστό των δόσεων πάνω από το 20% του μηνιαίου

εισοδήματος, ο κίνδυνος είναι να μην επαρκούν τα χρήματα (να μη διατηρηθεί ο

ίδιος μισθός) για την πληρωμή τους τα επόμενα χρόνια. Αυτό μπορεί να οδηγήσει

σε συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών, κυρίως στα στεγαστικά δάνεια επειδή είναι

μακροχρόνια (συνήθως έχουν διάρκεια πάνω από 10 – 15 χρόνια).

3. Όσοι έχουν στεγαστικό δάνειο, καλό είναι να αφήνουν «στην άκρη»

τουλάχιστον τρεις μηνιαίες δόσεις για κάθε ενδεχόμενο.

4. Σε περίπτωση που το σύνολο των οφειλών έχει ξεπεράσει κατά πολύ αυτό

το ποσοστό του 20% (ή του 50% στα στεγαστικά), δυσκολεύοντας την έγκαιρη

αποπληρωμή των οφειλών, είναι καλή η λύση της αναχρηματοδότησης με κάποιο

δάνειο τακτής λήξεως (όχι ανοικτό) μεγαλύτερης διάρκειας.

5. Όταν το νοικοκυριό δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του,

θα πρέπει αμέσως να λάβει τα μέτρα του. Να μειώσει δαπάνες, να βρει τρόπους

αποπληρωμής (π.χ. επιπλέον πηγές εσόδων ή διευκολύνσεις από το οικογενειακό

περιβάλλον).

6. Αν τα χρέη είναι μεγάλα, το νοικοκυριό που αντιμετωπίζει τον βραχνά

της υπερχρέωσης πρέπει να απευθυνθεί αμέσως στην τράπεζα και να ζητήσει

διακανονισμό. Πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία, καθώς απαιτούνται

«σκληρές» διαπραγματεύσεις. Τελικά, όμως, επειδή οι τράπεζες ενδιαφέρονται να

πάρουν τα χρήματά τους πίσω, δίνουν παράταση για 6 έως 18 μήνες με το ίδιο

επιτόκιο ή, μερικές φορές, με μικρότερο.

7. Αν υπάρχουν οφειλές σε κάρτες ή ανακυκλούμενα δάνεια (ανοικτά

δάνεια), καλό είναι να πληρώνουμε μηνιαία μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό της

ελάχιστης καταβολής που ορίζει η τράπεζα. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται το

οφειλόμενο ποσό σχετικά γρηγορότερα, με αποτέλεσμα τη σημαντική πτώση του

κόστους για τον καταναλωτή. Βέβαια, αν υπάρχει κάποιο περίσσευμα, είναι πολύ

σημαντικό να διατίθεται για την αποπληρωμή τέτοιων μορφών δανείων.

8. Σε περίπτωση που το σύνολο των οφειλών ανέρχεται σε μεγαλύτερο ύψος

(π.χ. 30.000 ευρώ) και υπάρχει η δυνατότητα παροχής κάποιων εξασφαλίσεων

(προσημείωση ακινήτου), το συνολικό κόστος για τον καταναλωτή μπορεί να

μειωθεί σημαντικά διότι το επιτόκιο στα δάνεια με εξασφάλιση είναι μικρότερο

και η διάρκεια μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα να μειώνεται η μηνιαία δόση.

9. Συμφέρει τον δανειολήπτη να συγκεντρώνει όλες τις οφειλές του σε μία

ημερομηνία, γεγονός που διευκολύνει τον προγραμματισμό και τη διαχείριση. Αυτό

είναι ιδιαίτερα χρήσιμο στην περίπτωση των καταναλωτικών δανείων.

10. H διαχείριση του χρέους ενός δανειολήπτη γίνεται πιο εύκολη και με

ευνοϊκότερους όρους αν συγκεντρώσει όλες τις οφειλές του σε μία τράπεζα ή

είναι πιστός πελάτης μίας τράπεζας. Το χτίσιμο μιας μακροχρόνιας σχέσης με μια

τράπεζα έχει σημαντικά πλεονεκτήματα. H τράπεζα θα αναγνωρίσει τη συνέπειά

του, αν είναι παλαιός πελάτης, ή θα του προσφέρει πιο ευνοϊκούς όρους ώστε να

τον προσελκύσει, σε περίπτωση που είναι νέος και συγκεντρώνει δάνεια από άλλες

τράπεζες. Επίσης, πολλές τράπεζες επιβραβεύουν τους συνεπείς πελάτες με

μικρότερα επιτόκια ή χειρίζονται με μεγαλύτερη ευχέρεια τη δανειοδότηση για

την κάλυψη έκτακτων αναγκών κ.λπ.

Δύο παραδείγματα «ρύθμισης» χρεών

Οι τράπεζες δίνουν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα «ρύθμισης» χρεών. H μία

περίπτωση αφορά σχετικά μικρή συνολική οφειλή και η δεύτερη μεγαλύτερη.

1. Για την πρώτη περίπτωση παρουσιάζουν το εξής παράδειγμα: Έστω ότι το

καθαρό μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα είναι 1.400 ευρώ. Κανονικά θα πρέπει το

σύνολο των δόσεων δανείων να μην ξεπερνά τα 280 ευρώ. Όμως, το συγκεκριμένο

νοικοκυριό δίνει κάθε μήνα δόσεις ύψους 505 ευρώ για δάνεια αυτοκινήτου,

προσωπικό δάνειο και για πιστωτικές κάρτες συνολικού ύψους 11.700 ευρώ.

Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να γίνει μεταφορά υπολοίπου (11.700 ευρώ)

όλων των δανείων σε μία τράπεζα, με νέο καταναλωτικό δάνειο διάρκειας 72 μηνών

και με επιτόκιο γύρω στο 11,5%. H μηνιαία του δόση θα πέσει στα 230 ευρώ και,

συνεπώς, το διαθέσιμο μηνιαίο εισόδημα αυξάνεται κατά 275 ευρώ. Με αυτόν τον

τρόπο υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας και ενός μέσου υπολοίπου των 600 ευρώ

σε πιστωτική κάρτα για την κάλυψη έκτακτων αναγκών (με ελάχιστη καταβολή 5%,

που σημαίνει δόση 30 ευρώ τον μήνα). Όμως, προτείνεται η ελάχιστη δόση να

είναι τουλάχιστον 50 ευρώ. H κατοχή μίας πιστωτικής κάρτας συνιστάται για την

κάλυψη έκτακτων αναγκών αλλά η χρήση της πρέπει να γίνεται με σύνεση και η

ανακύκλωση του χρέους με τον γρηγορότερο δυνατό ρυθμό.

2. Για τη δεύτερη περίπτωση δίνεται το εξής παράδειγμα: Έστω ότι το

καθαρό μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα είναι 1.400 ευρώ και το σύνολο της

μηνιαίας δόσης – από δάνειο ύψους 30.000 ευρώ – είναι 588 ευρώ.

Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει δυνατότητα να γίνει αναχρηματοδότηση, με

δάνειο με εξασφάλιση (προσημείωση ακινήτου). Με την κίνηση αυτή ο δανειολήπτης

επιβαρύνεται περίπου με 1% λόγω προσημείωσης και άλλων εξόδων, αλλά το σύνολο

της μηνιαίας δόσης μπορεί να πέσει στα 373 ευρώ, δηλαδή σχεδόν στο μισό. Αυτό

συμβαίνει διότι το επιτόκιο στα καταναλωτικά δάνεια με εξασφάλιση είναι γύρω

στο 8% και η διάρκειά του μπορεί να φτάσει τα 10 χρόνια.