Ένα από τα μείζονα ζητήματα που έχουν τεθεί εν όψει τής εν εξελίξει

αναθεώρησης είναι το περιεχόμενο του εκλογικού συστήματος, με δεδομένο ότι το

ισχύον είναι ταυτόχρονα άδικο και τραγελαφικό. Με δεδομένο βέβαια ότι το θέμα

δεν θα λυθεί ­ και ορθά ­ απευθείας από το Σύνταγμα, οι σκέψεις που ακολουθούν

αφορούν κυρίως τον απλό και όχι τον αναθεωρητικό νομοθέτη:

Α. Προσωπικά εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι ένα σύστημα γνήσιας

(απλής) αναλογικής, παρά το αρνητικό πολιτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί εις

βάρος της την τελευταία δεκαετία, τόσο διεθνώς ­ με ακραίο παράδειγμα την

Ιταλία ­ όσο και στη χώρα μας, είναι το προσφορότερο για την πραγμάτωση της

αρχής της λαϊκής κυριαρχίας (και της στενά συνδεδεμένης με αυτήν αρχή της

ισότητας της ψήφου). Στην περίπτωση βεβαίως ενός τέτοιου αναλογικού εκλογικού

συστήματος είναι εφικτό να εφαρμοσθεί, σύμφωνα με όσα επισημάνθηκαν σε

προηγούμενο σημείωμά μας, είτε το σύστημα του διπλού καταλόγου ­ εν μέρει

«λίστα» επικρατείας και εν μέρει σταυρός προτίμησης ­ είτε το σύστημα της

γενικής «λίστας», όπως το 1986, είτε το σύστημα της ανατρεπόμενης «λίστας», με

δυνητικό σταυρό προτίμησης, που το θεωρούμε πολύ προτιμότερο (βλ. αναλυτικά τη

μελέτη μας: Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης», Εκδ.

Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2000). Είναι ευνόητο βέβαια ότι σε κάθε περίπτωση θα

πρέπει ταυτόχρονα να επέλθουν ριζικές αλλαγές και στις υπάρχουσες εκλογικές

περιφέρειες, η ισχύουσα ρύθμιση των οποίων οδηγεί σε έκδηλες παραβιάσεις της

ισότητας της ψήφου.

Η επιλογή της απλής αναλογικής αποτελεί την καλύτερη απάντηση στη λογική ενός

ιδιότυπου θεσμικού πατερναλισμού, που εκπορεύεται από κάποιους «φωτισμένους»

ιθύνοντες, οι οποίοι, με πρόσχημα την κυβερνητική σταθερότητα, διεκδικούν κατ’

αποκλειστικότητα και εξ υποκαταστάσεως τη γνώση περί του τι συμφέρει στη

Δημοκρατία και τους πολίτες, δηλαδή σε κάθε περίπτωση ερήμην τους, συχνά δε

και εις βάρος τους και με ιδιαίτερο κόστος για την ίδια τη Δημοκρατία. Ωστόσο,

είναι γνωστό ότι η απόλυτη και άκαμπτη εφαρμογή της απλής αναλογικής μπορεί

ενίοτε να οδηγήσει σε άτοπα, ιδίως δε να προκαλέσει, υπό κάποιες προϋποθέσεις

­ σαν αυτές που συνέτρεξαν την περίοδο 1989-90 στη χώρα μας ­, παραλυτική

ακυβερνησία και κατ’ επέκταση τραυματικό κλονισμό της νομιμοποιητικής βάσης

του πολιτικού συστήματος. Ως εκ τούτου, για την αποφυγή τέτοιων εξελίξεων

απαιτείται παράλληλα και ένας εφεδρικός θεσμικός μηχανισμός, που να

ενεργοποιείται μόνον υπό όρους και μόνο κατ’ εξαίρεση, χρησιμεύοντας σαν

ασφαλιστική δικλίδα για την επίτευξη βιώσιμων κυβερνητικών σχημάτων. Ένας

τέτοιος μηχανισμός θα μπορούσε π.χ. να προβλέπει ότι το κόμμα που υπερβαίνει

ένα συγκεκριμένο υψηλό ποσοστό (ενδεικτικά: 45%) ή ένα χαμηλότερο μεν

(ενδεικτικά: 40%) αλλά έχοντας ταυτόχρονα μεγάλη διαφορά από το δεύτερο

(ενδεικτικά: 5%), θα πριμοδοτείται ώστε να διαθέτει στη Βουλή αυτοδυναμία.

Β. Αν ωστόσο θελήσουμε να διευρύνουμε τον σχετικό προβληματισμό, καθώς

μάλιστα οι πολιτικές εξελίξεις συχνά επιβάλλουν τη δική τους λογική ­ όπως

συνέβη πρόσφατα στην Ιταλία ­ ίσως η δεύτερη καλύτερη λύση να είναι ένα

σύστημα παρεμφερές με το γερμανικό, κατά το οποίο οι μισοί τουλάχιστον

βουλευτές εκλέγονται οπωσδήποτε σε ευρείες εκλογικές περιφέρειες με αναλογικό

σύστημα και «λίστα» (ενδεχομένως ανατρεπόμενη) και οι υπόλοιποι σε μονοεδρικές

περιφέρειες, με πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα και σταυρό προτίμησης. Με το

εκλογικό αυτό σύστημα ­ το οποίο έχει προταθεί ήδη από ορισμένες πλευρές και

στο πλαίσιο τής εν εξελίξει αναθεώρησης ­ τα πλεονεκτήματα είναι ιδίως τα

εξής:

Διασφαλίζεται εν πρώτοις το ότι οι μισοί τουλάχιστον βουλευτές θα εκλέγονται

με προκαθορισμένη κομματική σειρά. Επιτυγχάνεται επίσης με διαφάνεια,

καθαρότητα και θεσμική ισορροπία, ένας συγκερασμός ανάμεσα στην ψήφο επιλογής

για κόμματα, που συνεπάγεται και αυτόματη έγκριση των προτεινόμενων υποψηφίων

τους, και στην ψήφο επιλογής (και) για πρόσωπα, χωρίς έντονη κατ’ αρχήν

κομματική δέσμευση. Μια τέτοια δυνατότητα ξεχωριστής επιλογής προσώπων έχει

αναμφίβολα τη σημασία της. Ωστόσο, δεν πρέπει να υπερτιμάται, θεωρούμενη ως

πανάκεια για την κρίση του πολιτικού συστήματος, διότι έτσι θα παραγνωριζόταν

η αξία της συλλογικής πολιτικής διαμεσολάβησης ανάμεσα στην κοινωνία και το

κράτος, που εκφράζουν ιστορικά τα κόμματα από καταβολής τους, αλλά και ο

συνταγματικός τους ρόλος, που αναγορεύει αυτά και όχι κάποια μεμονωμένα

πολιτικά πρόσωπα, σε κινητήριους μοχλούς του.

Επιπλέον, η μονοεδρική περιφέρεια διασφαλίζει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη

εκδοχή, ότι η επιρροή των ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων στην εκλογή θα

είναι η μικρότερη δυνατή. Αυτό συμβαίνει διότι σε μια τέτοια εκλογή έχει

μεγαλύτερη σημασία η προσωπική επαφή του υποψηφίου με τους ψηφοφόρους και όχι

η πολυδάπανη επιρροή του προεκλογικού υλικού και των ΜΜΕ, που αποτελεί τη ρίζα

της σημερινής εξάρτησης του υποψηφίου από τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα».

Τέλος, το πλειοψηφικό σύστημα, που θα ισχύει σ’ αυτές τις μονοεδρικές

περιφέρειες, εγγυάται σε μεγάλο βαθμό ­ και με αποσαφηνισμένους εξαρχής τους

όρους του παιχνιδιού ­ την κυβερνητική σταθερότητα (μονοκομματική ή και

συνεργασίας, αν προβλεφθεί το σύστημα της απόλυτης πλειοψηφίας των δύο γύρων)

με την έμμεση πλην σημαντική πριμοδότηση που κατά κανόνα δίνει, ως «άδικο»

κατά βάση εκλογικό σύστημα, στο πλειοψηφούν κόμμα.

Δεν παραγνωρίζουμε βέβαια και τη σοβαρότητα των αντιδράσεων που έχουν ήδη

εκδηλωθεί απέναντι στην προοπτική ενός τέτοιου συστήματος, ιδίως σε ό,τι αφορά

την ανάδειξη βουλευτών «δύο ταχυτήτων». Ωστόσο, το θεωρούμε σε κάθε περίπτωση

προτιμότερο από το σημερινό, αν και προκρίνουμε, κατά τα ανωτέρω, το σύστημα

της υπό όρους απλής αναλογικής, με ανατρεπόμενη «λίστα», που μας φαίνεται

αφενός μεν δικαιότερο και αφετέρου πλησιέστερο στα θεσμικά δεδομένα της χώρας

μας…

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Συνταγματικού

Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.