Η χρηματιστηριακή ευφορία, που επικρατούσε στις αρχές του έτους, φαίνεται να

επιστρέφει. Βασικός λόγος είναι οι επικείμενες μειώσεις των αμερικανικών

επιτοκίων Χρειάστηκαν μόνο μερικές λέξεις του διοικητή της Ομοσπονδιακής

Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών για να αναστραφεί το αρνητικό κλίμα στα

χρηματιστήρια όλου του πλανήτη. Ο Άλαν Γκρίνσπαν παραδέχθηκε ότι η αμερικανική

οικονομία επιβραδύνεται με ρυθμούς πιο ταχύτερους των προβλεπομένων,

ομολογώντας εμμέσως ότι θα ακολουθήσουν μειώσεις των αμερικανικών επιτοκίων.

Οι χρηματιστηριακές αγορές σε όλον τον κόσμο υποδέχθηκαν με πανηγυρισμούς τις

δηλώσεις Γκρίνσπαν και οι επενδυτές έσπευσαν να φορτώσουν τα χαρτοφυλάκιά τους

με μετοχές καθώς τα χαμηλά επιτόκια είναι ο καλύτερος φίλος των

χρηματιστηρίων. Από την άλλη, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των

Ηνωμένων Πολιτειών φαίνεται να ομολόγησε ότι πρώτο του μέλημα πλέον στην

παρούσα φάση είναι όχι μόνο η διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα,

αλλά και η διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας σε

επίπεδα άνω του 3%.

Την περασμένη Τετάρτη ο βασικός δείκτης του αμερικανικού χρηματιστηρίου

Νάσντακ έκανε πρωτοφανές άλμα 10,5%, ενώ ο βιομηχανικός δείκτης Ντάου Τζόουνς

σημείωσε κέρδη 3,5%. Σημαντικά κέρδη κατέγραψαν την ίδια ημέρα και τα μεγάλα

ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.

Ωστόσο, τα μεγάλα χρηματιστήρια κατά πάσα πιθανότητα θα τελειώσουν τη χρονιά

με αρνητική απόδοση, κάτι το οποίο έχει να συμβεί από τις αρχές της δεκαετίας

του ’90 στις Ηνωμένες Πολιτείες και από το 1994 στην Ευρώπη. Δεν αποκλείεται

βέβαια η κατάσταση να αντιστραφεί με την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης τα

απόμενα χρόνια. Η φετινή πτώση ίσως είναι μία μικρή περιπέτεια περιόδου

μεγάλης χρηματιστηριακής ευφορίας και υπερβολής. Τα τελευταία δέκα χρόνια ο

βιομηχανικός δείκτης Ντάου Τζόουνς της Γουώλ Στρητ και ο CAC-40 του Παρισιού

έχουν κερδίσει πάνω από 300%, ενώ η απόδοση του Νάσντακ την τελευταία δεκαετία

πλησιάζει το 1.000%.

Αγγλοσαξωνικό μοντέλο

Η «φούσκα» των τεχνολογικών μετοχών έχει εκραγεί. Ωστόσο, το μεσοπρόθεσμο

μέλλον των χρηματιστηρίων είναι, σύμφωνα με τους αναλυτές, θετικό (στιγμιότυπο

από το Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης)

Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την εξαφάνιση του κομμουνιστικού

κόσμου, ένα μόνο οικονομικό μοντέλο επικρατεί σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη,

αυτό του αγγλοσαξωνικού καπιταλισμού και επικεντρώνεται στις χρηματοπιστωτικές

αγορές. Είναι λογικό από αυτή την εξέλιξη να ωφεληθούν κατά κύριο λόγο οι

ίδιες οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Η παγκοσμιοποίηση ήταν κατ’ αρχήν

χρηματοπιστωτική. Πολύ συχνά, χωρίς να το γνωρίζουν, οι Αμερικανοί επενδύοντας

στα συνταξιοδοτικά ταμεία ή οι Γάλλοι που επενδύουν τις οικονομίες τους σε

ασφαλιστικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, τοποθετούν τα κεφάλαιά τους στις

μεγάλες χρηματοπιστωτικές αγορές του πλανήτη. Και τελικά ωφελήθηκαν τα

μέγιστα. Οι πιο ριψοκίνδυνοι και τολμηροί επενδυτές κατάφεραν να γίνουν

πλούσιοι σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μεταξύ του Αυγούστου 1998 και του

Μαρτίου 2000 ο βασικός δείκτης του χρηματιστηρίου Νάσντακ είχε κερδίσει

περισσότερο από 350%. Τεράστιες περιουσίες και εικονικές επιχειρηματικές

αυτοκρατορίες δημιουργήθηκαν και εξανεμίστηκαν μέσα σε λίγους μήνες.

Η κερδοσκοπική φούσκα γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και μεταδόθηκε στην

Ευρώπη και την Ασία. Τελικά εξερράγη πριν από μερικούς μήνες χωρίς να

προκαλέσει μέχρι τώρα οικονομικά προβλήματα. Οι οικονομίες και στις δύο όχθες

του Ατλαντικού παραμένουν ισχυρές. Η νέα οικονομία φαίνεται ότι δεν είναι μια

χίμαιρα. Έχει καταφέρει να κάνει επανάσταση στις σχέσεις μεταξύ των

οικονομικών παραγόντων: παραγωγών, μεταποιητών, διανομέων και καταναλωτών.

Ωστόσο, ο Νάσντακ και οι Ευρωπαίοι ομόλογοί του, η νέα γαλλική αγορά και η

γερμανική Νόιερ Μαρκτ έχασαν τους τελευταίους έξι μήνες περίπου το μισό της

κεφαλαιοποίησής τους. Οι αποδόσεις αυτές, ωστόσο, δεν φαίνεται να έχουν καμία

σχέση με τις προοπτικές της ανάπτυξης.

Η φούσκα αυτή δεν είναι τίποτα παραπάνω από αποτέλεσμα των αλλαγών που

συντελούνται. Η χρηματιστηριακή ευφορία του τέλους του αιώνα είναι ο καρπός

ενός οικονομικού περιβάλλοντος που ωφέλησε τις αγορές: πολύ χαμηλά επιτόκια

για μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν ολοκληρωτική απουσία του πληθωρισμού,

σημαντική βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, συγκέντρωση άνευ

προηγουμένου σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, μια πρωτοφανής όρεξη των

αποταμιευτών να τοποθετηθούν στα χρηματιστήρια και τέλος εντυπωσιακοί ρυθμοί

ανάπτυξης, κυρίως στην αμερικανική οικονομία, που τροφοδοτείται από την

κατανάλωση λόγω των υπεραξιών που «έγραψαν» τα νοικοκυριά στα χρηματιστήρια.

Η ευφορία του χρηματιστηριακού κόσμου φαίνεται σήμερα παρελθόν. Ο

τριπλασιασμός της τιμής του πετρελαίου από την άνοιξη του 1999 ήρθε να μας

θυμίσει ότι ο πληθωρισμός δεν έχει εξαφανιστεί. Η τάση στις αγορές εργασίας,

και κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, προς πλήρη απασχόληση μπορεί σε διάφορους

τομείς της αμερικανικής και ευρωπαϊκής οικονομίας να ενισχύσει τις

πληθωριστικές πιέσεις. Οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης που διέκοψαν την

αυξητική τάση τους τους τελευταίους μήνες όταν ξεπέρασαν το 5% στις Ηνωμένες

Πολιτείες και το 3% στην Ευρώπη, φαίνεται ότι επιβραδύνονται με ταχύτερους

ρυθμούς σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις. Την προηγούμενη εβδομάδα το

αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου αναθεώρησε την πρόβλεψή του για τους ρυθμούς

ανάπτυξης της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών το τρίτο φετινό τρίμηνο από

2,7% σε ετήσια βάση, σε 2,4%, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1996.

Βίαιη διόρθωση

Το αποτέλεσμα είναι οι επιχειρήσεις να αναθεωρούν συνεχώς προς τα κάτω τις

προβλέψεις για τις πωλήσεις και την κερδοφορία τους, οι οποίες όμως παραμένουν

σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα. Ωστόσο, οι χρηματιστηριακές αποδόσεις δεν

δικαιολογούνται πλέον από την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Αυτό οδηγεί σε μια

βίαιη διόρθωση στα χρηματιστήρια. Οι θεσμικοί επενδυτές ημέρα με την ημέρα

γίνονται όλο και πιο επιφυλακτικοί. Προτιμούν να αποσύρουν ένα μέρος των

κεφαλαίων τους από τα χρηματιστήρια και τα τοποθετούν στις αγορές ομολόγων ή

τα κάνουν ρευστό. Μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, όπως η Μόργκαν Στάνλεϊ Ντιν

Γουίτερ ή ακόμη και η Φρανκ Τέμπλετον αυξάνουν συνεχώς τη ρευστότητά τους.

Οι κινήσεις τους αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα να αναστραφούν οι ανοδικές τάσεις

στις αναδυόμενες αγορές, όπως στο Μπουένος Άιρες, τη Σεούλ και τη Μπανγκόκ.

«Υπάρχουν μια σειρά από παράγοντες που δικαιολογούν την ανησυχία: ο

υπερβολικός δανεισμός των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στις Ηνωμένες

Πολιτείες, η διατήρηση της υπερτίμησης των μετοχών της υψηλής τεχνολογίας, η

κρίση που αναμένεται στην Αργεντινή», γράφει ο Πατρίκ Αρτί, επικεφαλής του

τμήματος μελετών μεγάλης γαλλικής τράπεζας στο δελτίο της που εξεδόθη στις 30

Νοεμβρίου.

Οι ευρωπαϊκές και οι αμερικανικές αγορές θα εξακολουθήσουν να πέφτουν. Οι

περισσότεροι οικονομολόγοι δεν πιστεύουν κάτι τέτοιο, παρά το γεγονός ότι όλοι

τους συγκλίνουν στην άποψη ότι οι παλαιότερες αποδόσεις είναι απίθανο να

σημειωθούν. Η Άμπι Τζόζεφ Κοέν, αναλύτρια του αμερικανικού επενδυτικού οίκου

Γκόλντμαν Σαξ, προβλέπει ότι η απόδοση των αμερικανικών χρηματιστηρίων θα

βελτιωθεί κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους. Μέχρι τώρα οι ιδιώτες επενδυτές

έχουν δείξει ψυχραιμία ανάλογη με αυτή των επαγγελματιών επενδυτών. Τι θα

γίνει όμως αν τη χάσουν;